συννικάω

Revision as of 13:00, 25 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")

English (LSJ)

have part in a victory, τινι with another, E.Alc.1103; χορῷ IG22.3101 (tm.); μετ' ἀλλήλων X.Cyr.6.4.14: abs., And.3.27:—Pass., to be conquered together, D.C.49.10.

French (Bailly abrégé)

συννικῶ :
vaincre avec, τινι.
Étymologie: σύν, νικάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννῑκάω [σύν, νικάω] gezamenlijk overwinnen.

German (Pape)

[ῑ], mit, zugleich, zusammen siegen, τινί, Eur. Alc. 1106; auch trans., mit überwinden, Sp.; συννενικημένοι DC. 49.10.

Russian (Dvoretsky)

συννῑκάω: совместно побеждать (τινι Eur. и μετά τινος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

συννῑκάω: νικῶ ὁμοῦ μετά τινος, νικῶντι μέντοι καὶ σὺ συννικᾷς ἐμοὶ Εὐρ. Ἄλκ. 1103· μετά τινος Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14· ἀπολ., Ἀνδοκ. 27. 2. ΙΙ. μεταβ., Δίων Κ. 37. 21· παθητ., ὁ αὐτ. 49. 10.

Greek Monotonic

συννῑκάω: νικώ, κυριεύω, κατακτώ μαζί με κάποιον, τινί, σε Ευρ.

Middle Liddell

to have part in a victory with, τινί Eur.