μετεγγράφω

Revision as of 07:45, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ᾰ],
A place upon a new register, Ar.Eq.1370 (fut. 2 Pass. μετεγγραφήσεται); re-register, τὸν ἐωνημένον Thphr. Fragmenta 97.3; ἑαυτὸν εἰς τοὺς ἄνδρας Sch.Pi.O.9.134.
2 rewrite, prob. f.l. for μεταγρ- in Luc.Hist.Conscr.5.

German (Pape)

[Seite 157] anders einschreiben, in einer Liste Eingeschriebenes umändern, οὐδεὶς μετεγγραφήσεται, ἀλλ' ὅςπερ ἦν τὸ πρῶτον ἐγγεγράψεται, Ar. Equ. 1367.

French (Bailly abrégé)

inscrire sur un nouveau registre.
Étymologie: μετά, ἐγγράφω.

Russian (Dvoretsky)

μετεγγράφω: (ᾰ) переписывать в другую категорию, вносить в другой список: οὐδεὶς μετεγγραφήσεται Arph. никто не будет внесен в другой список (о перечислении из одной воинской категории в другую).

Greek (Liddell-Scott)

μετεγγράφω: ἐγγράφω εἰς νέον κατάλογον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370, κατὰ β΄ παθ. μέλλ. μετεγγραφήσεται.

Greek Monolingual

μετεγγράφω)
1. εγγράφω εκ νέου, ξαναγράφω
2. εγγράφω σε νέο κατάλογο
3. (σχετικά με μαθητή, σπουδαστή ή αθλητή) εγγράφω από ένα σχολείο ή πανεπιστήμιο σε άλλο ή από έναν σύλλογο σε άλλο, μεταγράφω.

Greek Monotonic

μετεγγράφω: μέλ. -ψω, εγγράφω σε νέο κατάλογο· γʹ ενικ. Παθ. μέλ. βʹ, μετεγγραφήσεται, θα εγγραφεί σε νέο κατάλογο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ψω
to put upon a new register: 3 sg. fut. 2 pass. μετεγγραφήσεται he will be put on a new register, Ar.