σκευώρημα

Revision as of 14:01, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

σκευωρήματος, τό, fabrication, fraud, D.36.33, 41.24.

German (Pape)

[Seite 894] τό, schlaue, listige, tückische Handlung; ἀλλ' εἶναι τοῦτο πλάσμα καὶ σκευώρημα εὑρήσετε, Dem. 36, 33, vgl. 41, 24.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
machination, intrigue.
Étymologie: σκευωρέω.

Russian (Dvoretsky)

σκευώρημα: σκευωρήματος τό происки, махинации, обман Dem.: τὸ σ. τῆς δόξης Plut. плод воображения, вымысел.

Greek (Liddell-Scott)

σκευώρημα: τό, ἐπινόημα, τέχνασμα, ἀπάτη, Δημ. 955. 3., 1035. 14. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πλάσμα, κακουργία, κατασκευή, τὸ γινόμενον κατασκεύασμα εἰς βλάβην».

Greek Monolingual

και σκαιώρημα, σκευωρήματος, τὸ, ΜΑ σκευωροῦμαι
πράξη δολερή και απατηλή, σκευωρία.

Greek Monotonic

σκευώρημα: σκευωρήματος, τό, τέχνασμα, απάτη, δόλος, μηχανορραφία, σε Δημ.

Middle Liddell

σκευώρημα, σκευωρήματος, τό, [from σκευωρέομαι
a fabrication, fraud, Dem.

English (Woodhouse)

concoction, fabrication, anything spurious, what is concocted