βροτός

Revision as of 19:21, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

English (LSJ)

ὁ, poet. Noun,

   A mortal man, opp. ἀθάνατος or θεός, in Hom. usu. Subst., οἷοι νῦν βροτοί εἰσι Il.5.304, al.; βροτὸς εἰς θεόν E. Andr.1196 (lyr.); λόγος τις Ζῆνα μιχθῆναι βροτῷ A.Supp.295; θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός S.Fr.961; βροτοί,opp.νεκροί, Id.Ant. 850 (lyr.); but β. ἀνήρ Il.5.361; and so β. ἔθνος Pi.P.10.28: as fem., β. αὐδήεσσα Od.5.334; β. οὖσαν AP9.89 (Phil.); but βροταί· γυναῖκες, Hsch. (s.v.l.): freq. in gen. pl., after πολλοί B.1.42, S.OT 981, etc.; after τίς ib.437, etc.; βροτοί never takes the Art. in Trag. and Com., exc. when an Adj. or Pron. is added, τῶν πολυπόνων β. E.Or.175; ἡμεῖς οἱ β. Ar.Eq.601, Pax849, cf. Sannyr.1; οἱ ταλαίπωροι β. Alex.66; οἱ πάντες β. Men.538.8.—Rare in Prose, Pl. R.566d, Arist.Top.133a31, 149a7.    II of the dead, A.Ch.129 (v.l. νεκροῖς Sch.). (From Μροτός (cf. ἄ-μβροτος, μορτός), Skt. mṛtás 'dead', Lat. morior, etc.)

German (Pape)

[Seite 465] (μόρος, mors, μορτός, daraus μροτόσ, dafür des Wohllautes halber βροτός; daher das μ in φαεσίμβροτος, τερψίμβροτος, φθισίμβροτος; vgl. μολεῖν βλώσκω, μέλι βλίττω, μαλακός βλάξ; μέμβλωκα, ἤμβροτον); sterblich (Hesych. φθαρτὸς ἢ γηγενὴς ἄνθρωπος, bei dem auch βροταί, erkl. γυναῖκες); ἀνήρ Il. 5, 361; ἔθνος Pind. P. 10, 28; gew. ὁ, subst., der M en sch, im Ggstz der θεοὶ ἀθάνατοι, Hom. u. folgde Dichter. Hom. θνητοῖσι βροτοῖσιν Odyss. 3, 3. 7, 210. 12, 386, θνητὸν βροτόν Odyss. 16, 212; Iliad. 18, 362 καὶ μὲν δή πού τις μέλλει βροτὸς ἀνδρὶ τελέσσαι, ὅς περ θνητός τ' ἐστὶ καὶ οὐ τόσα μήδεα οἶδεν· πῶς δὴ ἔγωγ', ἥ φημι θεάων ἔμμεν ἀρίστη, οὐκ ὄφελον Τρώεσσι κοτεσσαμένη κακὰ ῥάψαι; von Weibern, Odyss. 5, 218 ἡ μὲν γὰρ βροτός ἐστι, σὺ δ' ἀθάνατος καὶ ἀγήρως; 5, 334 Λευκοθέη, ἣ πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα; 6, 149 γουνοῦμαί σε, ἄνασσα· θεός νύ τις ἦ βροτός ἐσσι; 160 οὐ γάρ πω τοῖον εἶδον βροτὸν ὀφθαλμοῖσιν, οὔτ' ἄνδρ' οὔτε γυναῖκα.