χρυσοκόμης

Revision as of 07:31, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

χρυσοκόμου, Dor. χρυσοκόμας, α, ὁ,
A golden-haired, epithet of Dionysus, Hes.Th. 947; of Eros, Anacr.14, E.IA548 (lyr.); of Apollo, Tyrt.3.4, B. 4.2, E.Supp.975 (lyr.), Ar.Av.217 (anap.); ὁ X., abs. for Apollo, Pi.O.6.41, 7.32, E.Tr.254 (lyr.).
II with golden ornaments in the hair, Luc.Gall.13.

German (Pape)

[Seite 1381] ὁ, dor. χρυσοκόμας, der Goldhaarige; Beiw. des Dionysos, Hes. Th. 947; des Apollo, Pind. Ol. 6, 41. 7, 32; Ar. Av. 219; Eur. Suppl. 1000; Ἔρως, I. A. 548; Hymenaios, Philp. 54 (Plan. 177).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 aux cheveux d'or;
2 qui a des ornements d'or dans ses cheveux.
Étymologie: χρυσός, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοκόμης: ου, дор. χρῡσοκόμᾱς, ᾱ adj. m
1 златокудрый (Διόνυσος Hes.; Ἔρως Anacr., Eur.; Ἀπόλλων Eur., Arph.);
2 с золотыми украшениями в волосах Luc.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοκόμης: -ου, Δωρ. -κόμας, α, ὁ, ὁ χρυσῆν ἔχων κόμην, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἡσ. Θεογ. 947· τοῦ Ἔρωτος, Ἀνακρ. 13, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 549· τοῦ Ἀπόλλωνος, Τυρταῖος 2. 4, Εὐρ. Ἱκ. 975, Ἀριστοφ. Ὄρν. 219. - ὁ χρυσοκόμης ἀπολ., ὁ Ἀπόλλων, Πινδ. Ο. 6. 71., 7. 58, Εὐρ. Τρῳ. 254. ΙΙ. ὁ ἔχων χρυσᾶ κοσμήματα ἐπὶ τῆς κόμης, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 13.

Spanish

de aúrea cabellera

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χρυσεοκόμας, και χρυσεοκόμης, Α
χρυσομάλληςχρυσοκόμης Ἔρως», Ανακρ.)
αρχ.
1. αυτός που φέρει στα μαλλιά του χρυσά κοσμήματα
2. ως κύριο όν. Χρυσοκόμης
ο Απόλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθοκόμης.

Greek Monotonic

χρῡσοκόμης: -ου, ὁ, Δωρ. -κόμας, -α, ὁ (κόμη
I. χρυσά μαλλιά, σε Ησίοδ., Ευρ.· ὁ χρυσοκόμης, απόλ., λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Πίνδ., Ευρ.
II. αυτός που έχει χρυσά στολίδια στα μαλλιά, σε Λουκ.

Middle Liddell

χρῡσο-κόμης, ου, κόμη
I. the golden haired, Hes., Eur.;— ὁ Χρ. absol. for Apollo, Pind., Eur.
II. with golden ornaments in the hair, Luc.

English (Woodhouse)

golden-haired

Léxico de magia

de aúrea cabellera de Helios Ἥλιε χρυσόκομα, διέπων φλογὸς ἀκάματον πῦρ Helios de aúrea cabellera, que manejas el fuego incansable de la llama P IV 437 P IV 1958 P VIII 75 del escarabajo ἐμοὶ ἵλαος ἔσσο, κάνθαρε, χρυσοκόμην κλῄζω θεὸν ἀθάνατον, κάνθαρε séme propicio, escarabajo, te invoco a ti, el dios de la cabellera de oro, inmortal, escarabajo P III 207 prob. de Mitra ὄψῃ ... κατερχόμενον θεὸν ὑπερμεγέθη ... χρυσοκόμαν, ἐν χιτῶνι λευκῷ καὶ χρυσῷ στεφανῷ verás que desciende un dios gigantesco, con aúrea cabellera, un manto blanco y una corona de oro P IV 697