τόξαρχος
English (LSJ)
ὁ,
A lord of the bow, archer, of the Persians (cf. τόξον 1.1), A.Pers.556(lyr.).
II captain of the archers, IG12.79.7, Th.3.98; also τοξάρχης, Arr.An.1.8.4, 1.22.7.
German (Pape)
[Seite 1128] ὁ, der Bogenbeherrscher, der Anführer der Bogenschützen; Aesch. Pers. 548; Thuc. 3, 98; in Athen Anführer der τοξόται, Stadtsoldaten, s. Böckh's ath. Staatshh. I p. 278.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef des archers.
Étymologie: τόξον, ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
τόξαρχος: ὁ токсарх, начальник лучников, командующий лучниками Aesch., Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
τόξαρχος: ὁ, κύριος, ἄρχων τοῦ τόξου, τοξότης, ἐπὶ τῶν Περσῶν (πρβλ. τόξον Ι), Αἰσχύλ. Πέρσ. 556. ΙΙ. ὁ ἀρχηγὸς ἢ διοικητὴς τῶν τοξοτῶν, Θουκ. 3. 98· οὕτω, τοξάρχης Ἀρρ. Ἀν. 1. 8 καὶ 22. 2) ὁ ἀρχηγὸς τῆς φρουρᾶς ἢ τῆς ἀστυφυλακῆς ἒν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγ. 80. 6· πρβλ. Böckh P. E. 1. 278· - οὕτω τοξαρχέω, εἶμαι τόξαρχος, Ἐπιγραφ. Ἑρμιον. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1203.
Greek Monolingual
ὁ, Α·1. (για τους Πέρσες) ο αρχηγός τών τοξοτών και όλου του στρατού, στρατηγός («Δαρεῖος μὲν οὕτω τότ' ἀβλαβὴς ἐπῆν τόξαρχος πολιάταις», Αισχύλ.)
2. (ειδικά) διοικητής του σώματος τών τοξοτών, τοξάρχης («τοῦ τοξάρχου ἀποθανόντος», Θουκ.)
3. (στην αρχ. Αθήνα) ο αρχηγός της πολιτοφυλακής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -αρχος].
Greek Monotonic
τόξαρχος: ὁ,
I. ο άρχοντας του τόξου, τοξότης, σε Αισχύλ.
II. ο αρχηγός της στρατιωτικής τάξης των τοξοβόλων, σε Θουκ.
Middle Liddell
τόξ-αρχος, ὁ,
I. lord of the bow, bowman, archer, Aesch.
II. captain of the archers, Thuc.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
Translations
archer
Afrikaans: boogskutter; Albanian: shigjetar; Arabic: رَامٍ, الرَّامِي; Armenian: նետաձիգ; Asturian: arqueru; Belarusian: лучнік, лучніца; Catalan: arquer; Chinese Mandarin: 射手, 弓箭手; Min Nan: 射手; Coptic: ⲣⲉϥⲛⲉϫⲥⲁϯ; Czech: lučištník, lukostřelec; Danish: bueskytte; Dutch: boogschutter; Esperanto: arkpafisto, arbalestisto; Estonian: vibukütt; Ewe: aŋutrɔdala; Finnish: jousiampuja, jousimies; French: archer, arbalétrier; Galician: arqueiro, seteiro; Georgian: გშვილდოსამი; German: Bogenschütze; Greek: τοξότης; Ancient Greek: ἀφητήρ, ἀφήτωρ, ἰαφέτης, ὀϊστευτήρ, ὀϊστευτής, τόξαρχος, τοξελκής, τοξεύτειρα, τοξευτήρ, τοξευτής, τοξότας, τοξότης, τοξουλκός, τοξοφόρος; Hebrew: קַשָּׁת; Hungarian: íjász; Icelandic: bogmaður; Indonesian: pemanah; Italian: arciere; Japanese: 射手, 射手; Kazakh: садақшы; Khmer: ធនុហត្ថ; Korean: 사수(射手); Latin: sagittarius; Lithuanian: kilpininkas; Macedonian: стрелец, стреличар; Malay: pemanah; Manx: bowder, boweyder, sideyr; Maori: kaikōpere; Mongolian Cyrillic: харваач; Norwegian Bokmål: bueskytter; Nynorsk: bogeskyttar; Occitan: arquièr; Ojibwe: mitigwaabinini; Old English: sċytta; Old Portuguese: arqueiro; Persian: کماندار, کمانور, تیرانداز; Polish: łucznik, łuczniczka; Portuguese: arqueiro; Romagnol: arcér; Romanian: arcaș, săgetător; Russian: лучник, лучница, стрелок из лука; Scottish Gaelic: boghadair; Serbo-Croatian Cyrillic: лукострелац, стрелац, стрѐлича̄р; Roman: lukostrelac, strélac, strèličār; Slovak: lukostrelec; Slovene: lokostrelec; Spanish: arquero; Swedish: bågskytt; Tagalog: mamamana; Telugu: విలుకాడు; Thai: นักยิงธนู; Tibetan: དཔག་ཆེན, མདའ་མཁན, མདའ་རྒྱབ་མཁན, མདའ་བསྣུན, མདའ་པ, མདའ་ཚན་ཆེན་པོ, འཕོང་སྐྱེན་པ, འཕོང་མཁན; Turkish: okçu, kemankeş; Tuvan: адыгжы; Ugaritic: 𐎖𐎌𐎚; Ukrainian: лучник, лучниця; Vietnamese: xạ thủ; Walloon: airtchî; Welsh: saethydd, saethyddion; Yiddish: בויגן־שיסער, פֿײַלן־בויגער; Zazaki: timkar