κινέω

Revision as of 19:36, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

English (LSJ)

aor. ἐκίνησα, Ep.

   A κίνησα Il.23.730, etc.:—Med. and Pass., fut. κινήσομαι (in pass. sense) Pl.Tht.182c, D.9.51, -ηθήσομαι Ar.Ra. 796, Pl.R.545d, etc.: aor. Med. (Ep.) κινήσαντο Opp.C.2.582: aor. Pass. ἐκινήθην, Ep.3pl. ἐκίνηθεν Il.16.280: (cf. κίω):—set in motion, ἄγε κινήσας, of Hermes leading the souls, Od.24.5; simply, move, οὐδέ τι κινῆσαι μελέων ἦν 8.298; κ. θύρην 22.394; κ. κάρη Il.17.442, etc.; Ζέφυρος κ. λήϊον 2.147; κ. ὄμμα S.Ph.866; ναῦς ἐκίνησεν πόδα E.Hec.940 (lyr.), etc.; σκληρὰ ἡ γῆ ἔσται κινεῖν, i.e. plough, X.Oec.16.11; κ. δόρυ, of a warrior about to attack, E.Andr.607; κ. στρατιάν Id.Rh.18 (anap.); κ. ὅπλα Th.1.82; κ. σκάφην rock a cradle, Phylarch.36 J.    b in later Gr., set in motion a process of law, etc., PKlein.Form.405, etc.    2 remove a thing from its place, ἀνδριάντα Hdt.1.183; γῆς ὅρια Pl.Lg. 842e; κ. τι τῶν ἀκινήτων meddle with things sacred, Hdt.6.134, cf. S. Ant.1061, Th.4.98; κ. τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι apply them to an alien purpose, Id.2.24; κ. τῶν χρημάτων Id.1.143, 6.70; κ. τὸ στρατόπεδον X.An.6.4.27, etc. (κινεῖν alone, Plb.2.54.2, cf. LXX Ge.20.1, Plu.Dio 27); change, innovate, νόμαια Hdt.3.80; τοὺς πατρίους νόμους Arist. Pol.1268b28; τῶν κειμένων νόμων Zaleuc. ap. Stob.4.2.19:—Pass., νόμιμα κινούμενα Pl.Lg.797b; ἰατρικὴ κινηθεῖσα παρὰ τὰ πάτρια Arist. Pol.1268b35: so abs. in Act., change treatment, ib.1286a13.    3 Gramm., inflect, τὰ ῥήματα ἐκίνει τὸ τέλος A.D.Pron.104.15:—more usu. in Pass., κατὰ τὸ τέλος κινεῖσθαι ib.104.10.    4 alter a manuscript reading, Str.7.3.4.    II disturb, of a wasps' nest, τοὺς δ' εἴ πέρ τις . . κινήσῃ ἀέκων Il.16.264; arouse, κ. τινὰ ἐξ ὕπνου E.Ba.690; urge on, φόβος κ. τινά A.Ch.289; φυγάδα πρόδρομον κινήσασα having driven him in headlong flight, S.Ant.109 (lyr.); κ. ἐπιρρόθοις κακοῖσιν attack, assail, ib.413; μήτηρ κ. κραδίαν, κ. δὲ χόλον E.Med.99 (anap.); ἐάν με κινῇς καὶ ποιήσῃς τὴν χολὴν . . ζέσαι Anaxipp.2; κ. τινά incite or stir one up to speak, Pl.R.329e, Ly.223a, X.Mem.4.2.2; κ. τὰ πολλὰ καὶ ἄτοπα stir up . . questions, Pl.Tht.163a; call in question an assumption, τὰ μέγιστα κ. τῶν μαθηματικῶν Arist.Cael.271b11, cf. Phld.Sign.27; κ. τὸ τὰ ἄκρα . . ἀνταίρειν Str.2.1.12, cf. Plot.2.1.6; ὁ κινῶν [τὰ φαινόμενα] λόγος S.E.M.8.360:—Pass., S.OC1526; κινεῖται γὰρ εὐθύς μοι χολή my bile is stirred, Pherecr.69.5; κεκινῆσθαι πρός τι X.Oec.8.1.    2 set going, cause, call forth, φθέγματα S.El.18; πατρὸς στόμα Id.OC 1276; μῦθον E.El.302; λόγον περί τινος Pl.R.450a; πάντα κ. λόγον Id.Phlb.15e; κ. ὀδύνην S.Tr.974 (anap.); κακά Id.OT636; πάθος Phld. Mus.p.4 K.; πόλεμον, πολέμους, Th.6.34, Pl.R.566e; Ἐμπεδοκλέα . . πρῶτον ῥητορικὴν κεκινηκέναι Arist.Fr.65.    3 Medic., κ. οὔρησιν, οὖρα, Dsc.2.109, 127; κοιλίαν ib.6.    4 sens. obsc., κ. γυναῖκα Eup.233.3 (nisi leg. ἐβίνουν), cf.Ar.Ach.1052 (v.l.), Eq.364, Nu.1103 (lyr., Pass.), al., AP11.7 (Nicander); κ. τὰ σκέλεα Herod.5.2.    5 phrases: κ. πᾶν χρῆμα turn every stone, try every way, Hdt.5.96; μὴ κ. εὖ κείμενον 'let sleeping dogs lie', Pl.Phlb.15c; μὴ κίνει Καμάριναν, ἀκίνητος γὰρ ἀμείνων Orac. ap. St.Byz.; κινεῦντα μηδὲ κάρφος 'not stirring a finger', Herod.3.67, cf. 1.55; μηδ' ὀδόντα κινῆσαι Id.3.49; κ. τὸν ἀπ' ἴρας πύματον λίθον 'play the last card', Alc.82 (s.v.l.).    6 in Law, πολιτικῶς κ. κατά τινος employ civil action against, Cod.Just.4.20.13.1.    B Pass., to be put in motion, go, Il.1.47; <κι>νηθεὶς ἐπῄει dub. in Pi.Fr.101: generally, to be moved, stir, κινήθη ἀγορή, ἐκίνηθεν φάλαγγες, Il.2.144, 16.280; of an earthquake, Δῆλος ἐκινήθη Hdt.6.98, Th.2.8; θύελλα κινηθεῖσα S.OC1660; τί κεκίνηται; what motion is this? E.Andr.1226 (anap.); κινεῖσθαι, opp. ἑστάναι, motion, opp. rest, Pl. Sph.250b, etc.; ὥσπερ χορδαὶ ἐν λύρᾳ συμπαθῶς κινηθεῖσαι vibrating in unison, Plot.4.4.8.    2 of persons, to be moved, stirred, ὁ κεκινημένος one who is agitated, excited, Pl.Phdr.245b, cf. Vett.Val.45.25, al.; κ. παθητικῶς Phld.Rh.1.193 S.    3 of dancing, κ. τῷ σώματι Pl.Lg.656a.    4 move forward, of soldiers, S.OC1371, E.Rh.139, Ph.107; but κ. ἐκ τῆς τάξεως leave the ranks, X.HG2.1.22.    5 to be disturbed or in rebellion, D.C.39.54, 42.15, al.    6 κεκινημένος περί τι, Lat. versatus in... Pl.Lg.908d.


Quotes

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω Give me a place to stand and I'll move the earth
Archimedes, quoted in Pappus' Συναγωγή 8.1060

German (Pape)

[Seite 1440] (vgl. κίω), gehen machen, in Bewegung setzen, Od. 24, 5, bewegen; οὐδέ τι κινῆσαι μελέων ἦν οὐδ' ἀναεῖραι Od. 8, 298; öfter κάρη κινεῖν, das Haupt bewegen, schütteln, als Zeichen des Unwillens u. Zorns; κινηθεὶς ἐπῄει Pind. frg. 70; φόβος κινεῖ, ταράσσει καὶ διώκεται δέμας Aesch. Ch. 287; κινεῖ γὰρ ἁνὴρ ὄμμα Soph. Phil. 854; τὸν λεύκασπιν ἄνδρα ὀξυτέρῳ κινήσασα χαλινῷ Ant. 109, in die Flucht treiben; pass., θύελλα κινηθεῖσα O. C. 1656; μόλις γεραιὰ κινοῦσαι μέλη Eur. Suppl. 172; πόδα Bacch. 764; δόρυ Andr. 607 (wie ὅπλα, eigtl. die Waffen in Bewegung setzen, Thuc. 1, 82; vgl. Dem. 17, 16) u. öfter; im med., τάχ' ἂν στρατὸς κινοῖτο ἀκούσας νυκτέρους ἐκκλησίας Rhes. 139; in Prosa, in mancherlei Verbindungen; von der Stelle rücken, ἀνδριάντα Her. 1, 183; γῆς ὅρια Plat. Legg. VIII, 842 e; im med. oder pass. sich bewegen, im Ggstz von ἑστάναι, Rep. IV, 436 c, wie κινούμενα καὶ ἑστῶτα Theaet. 181 e; bes. von Tanzbewegungen, vgl. Legg. VII, 800 a; c. accus., αἰσχύνονται τοιαῦτα τῷ σώματι κινεῖσθαι, so Etwas zu tanzen, II, 656 a; übh. gehen, Il. 1, 47 u. öfter; ὡς μηδεὶς κινήσοιτο ἐκ τῆς τάξεως Xen. Hell. 2, 1, 22; – κινεῖν τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι, das deponirte Geld zu etwas Anderem verwenden, Thuc. 2, 24, wie τῶν χρημάτων κινεῖν, das Geld angreifen, 1, 143, vgl. 6, 70; χρήματα κινεῖν ἱερά Dem. 24, 179; App. B. C. 2, 41; – γῆ κεκινημένη, umgeackert, Xen. Cyn. 5, 18; – πᾶν χρῆμα κινεῖν, ὅπως –, Alles in Bewegung setzen, Her. 5, 96; πάντα λόγον κινεῖν Plat. Phileb. 15 e Conv. 198 e; vgl. ὅσον λόγον πάλιν κινεῖτε περὶ τῆς πολιτείας Rep. V, 540 a; – μὴ κινήσῃς ἀγρίαν ὀδύνην πατρός, rege nicht auf, Soph. Trach. 974; ἴδια κινοῦντες κακά O. R. 636; ἐγερτὶ κινῶν ἄνδρ' ἀνὴρ ἐπιῤῥόθοις κακοῖσι, aufregen durch Schmähungen, Ant. 409; – ἃ δ' ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ, was nicht durch die Rede bewegt, wovon nicht gesprochen wird, τὰ ἀπόῤῥητα, O. C. 1523, vgl. Ant. 1061; so bes. τὰ ἀκίνητα κινεῖν, sprichwörtlich, Her. 6, 134; Plat. Legg. III, 684 d; – beunruhigen, stören, καὶ δάκνειν Rep. V, 474 d; αὐτὸν ἐκίνουν, ich ließ ihn nicht in Ruhe, 329 d; aufregen, Xen. Mem. 4, 2, 2; ταῦτα κινεῖ, ταῦτα ἐξίστησιν ἀνθρώπους ἑαυτῶν Dem. 21, 72; öfter Plut. u. a. Sp. Dah. pass. aufrührerisch sein, οἱ Γαλάται ἐκινήθησαν αὖθις D. Cass. 40, 17, öfter; τὰ καθεστῶτα κινεῖν Pol. 2, 21, 3. Aehnl. πάντα κινεῖται, es kommt Alles in Aufruhr, wird aufgeregt, Dem. 2, 21, von alten Schäden, die aufbrechen, wie 18, 198. – Νόμαια κινέει πάτρια, verändern, Her. 3, 80; νόμους Plat. u. A. Auch = untersuchen, durchforschen, Ἐμπεδοκλέα πρῶτον τὴν ῥητορικὴν κεκινηκέναι Sext. Emp. adv. math. 7, 6, anregen, u. oft; auch τραγῳδίαν, Plut. Sol. 29. – Κεκινημένος περὶ πᾶσαν τὴν μαγγανείαν, wie versari in, Plat. Legg. X, 908 d. – In obscönem Sinne, = βινέω, Ar. Nubb. 1371 u. öfter; vgl. Luc. parasit. 10; Ep. ad. 86 (XI, 202); οἱ κινούμενοι = κίναιδοι. – Scheinbar intrans. steht es mit Auslassung von στρατόν, Pol. 2, 52, 2, αὖθις ἐκ ποδὸς ἐκίνει, wie im lat. movere; vgl. Plut. Caes. 26.