λεπτός

Revision as of 19:38, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

English (LSJ)

ή, όν, (λέπω) rare in lit. sense,

   A peeled, husked, ῥίμφα τε λέπτ' ἐγένοντο, of barley being threshed out, Il.20.497.    2 fine, small, κονίη 23.506; κόνις S.Ant.256; τέφρα Ar.Nu.177; λεπτοῖς ἁλσί Alex.187.5: freq. in Hp., διατρήσεις λ. Loc.Hom.10, al.; of soil, light, Thphr.HP1.8.1.    3 thin, fine, delicate, freq. in Hom., mostly of garments and the like, ὀθόναι Il.18.595; πέπλοι, φᾶρος, Od.7.97, 10.544; ἀράχνια 8.280; μήρινθος Il.23.854; -ότατος χαλκός 20.275; ἔβενος, ἐλέφας, σίδηρος BCH35.286 (Delos, ii B.C.); ῥινὸς βοός Il.20.276 (Sup.); δέρμα Arist.HA517b27 (Sup.); τρίχες Id.GA783a4 (Comp.); σάρξ E.Med.1189; χαλκὸς καὶ δόνακες Pi.P.12.25, cf. E.Med.949, Th. 2.49, etc.; λεπτὰ τὰ πρῴραθεν ἔχειν, of ships, to have the bows thin and weak, Id.7.36.    4 of the human figure, mostly in bad sense, thin, lean, Alc.39; opp. παχύς, Hp.Art.8 (Comp.); ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής Ar. Ec.539; σοφιστῶν λεπτῶν, ἀσίτων Antiph.122.4; λ. καὶ αὐχμῶν Thphr. Char.26.5, cf. Ceb.10; λ. χείρ Hes.Op.497; στῆθος Ar.Nu.1018 (anap.); τράχηλος X.Cyn.5.30; λεπτὸς <ἐκ> τοῖν σκελοῖν Luc.Nav.2; λ. ὑπὸ μεριμνῶν Pl.Amat.134b; of animals, X.Cyr.1.4.11; also, slender, taper (opp. παχύς), δάκτυλος Pl.R.523d; ἀπολήγειν εἰς λεπτόν, of the fingers of a statue, Luc.Im.6.    5 of space, strait, narrow, εἰσίθμη Od.6.264; ἀταρπός Alcm.81; ἐπὶ λεπτὸν τετάχθαι in a thin line, X. Cyr.5.4.46, cf. Plb.3.115.6; οὔτε εὐρεῖαν οὔτε λεπτὴν . . ὁδόν Plu.2.964c (ap.Porph.Abst.1.6).    6 generally, small, weak, impotent, λεπτὴ μῆτις Il.10.226, 23.590; ἐλπίς Ar.Eq.1244, cf. ὀχέω 11.3; ἀσφάλεια D.Ep.2.20; λ. ἴχνη faint traces, X.Cyn.5.5; λ. οὖας, of a child's ear, tiny, Simon.37.14; τὰ λ. τῶν προβάτων small cattle, i.e. sheep and goats, Hdt.8.137; λ. πλοῖα small craft, Id.7.36; ἄκραι λ. small headlands, Id.8.107; λ. κλιμάκια Ar.Pax69; τὸ -ότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plu.Cic.29; λ. χαλκός OGI485.12 (Magn. Mae.): without χαλκός, Inscr.Perg.374 D7; ἀργύριον Ῥόδιον λ. CIG2693e5 (Mylasa), cf. TAM2(1).15 (Telmessus); v. infr. 111.2. Adv. -τῶς, ζῆν poorly, meanly, Men.Mon.682: neut. pl. as Adv., λεπτὰ λεύσσω κόραις E.Or.224.    7 light, slight, λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος . . ῥιπαῖσι A. Ag.892; λ. πνοαί light breezes, E.IA813; λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῇσιν on slight turns of fortune, S.Fr.555.    8 of size or quantity, λ. πυρίδια small, Ar.Lys.1206; λ. κύλικες Pherecr.143.5 (but f.l.): neut. pl. as Adv., λ. τῖλαι 'pluck into small pieces', Theoc.3.21.    9 of liquids, thin, γάλα Hp.Vict.2.46; λεπτὰ ἀνεμέειν Id.Coac.310; λ. οἶνος light wine, Luc.Merc.Cond.18; also of food, λ. δίαιται Hp.Aph.1.4; λ. ὀψάρια OGI484.16 (Pergam.). Adv. -τῶς, διαιτᾶσθαι, διαιτᾶν, Gal. 19.191, Paul.Aeg.3.43.    10 = λεπτομερής, consisting of fine parts, ὅσῳ -ότερον ἀὴρ ὕδατος Arist.Ph.215b4, cf. Cael.303b26, al.    II metaph., subtle, refined, νοῦς E.Med.529; -ότεροι μῦθοι ib.1082 (anap.); -ότατοι λῆροι Ar.Nu.359; πυκνῇ . . λεπτὰ μηχανᾷ φρενί Id.Ach.445; λ. λογιστά Id.Av.318; λ. καὶ ἀκριβής Antipho 3.4.2; ἐς τὰς τέχνας παχέες, οὐ λεπτοί Hp.Aër.24; λόγοι λ. . . τρέφουσ' ἐκείνους Alex.220.8; cf. λεπτολόγος. Adv. -τῶς, μεριμνᾶν Lyr.Adesp.135; λ. καὶ πυκνῶς ἐξετάζειν Amphis 33.5: Comp. -οτέρως Anaxandr.36: also κατὰ λεπτόν in detail, PPetr.2p.118 (iii B.C.), Cic.Att.2.18.2, Phryn. PS p.83 B., Phot. s.v. νιφετός; cf. κατάλεπτον, καταλεπτολογέω: τὰ κατὰ λεπτόν, title of poems by Aratus, Ach.Tat.Intr.Arat.p.79 M., Str.10.5.3; also of minor poems of Virgil; τῶν κατὰ λεπτὸν πόρων ἀραίωσις, perh. small pores, Gal.15.201.    2 rarely of the voice, fine, delicate, Arist.HA545a7, Lyc.687; ἁρμονία E.Fr.773.23 (lyr.): neut. as Adv., λεπτὸν ἀμφιτιττυβίζειν Ar.Av.235 (lyr.); of sound, λ. ὑποτρύζουσα AP11.352.5 (Agath.); cf. λεπταλέος.    3 of smell, Pl.Ti.66e (Comp.).    4 of persons, οἱ λ. the poor, Plb.24.7.3; λεπτὴν πλέκειν, prov. of poor people, Hsch.; λεπτὰ ξαίνεις Suid.    III Subst. λεπτόν (sc. ἔντερον), τό, the small intestine, Hp.Coac.311, 449.    2 (sc. νόμισμα) a very small coin, Ev.Luc.21.2, Phot.s.v. ὀβολός; cf.supr.1.6.    3 (sc. κεράμιον) jar, POxy.920.4 (ii/iii A.D.), PStrassb.40.48 (vi A.D.); cf. λεπτίον, λεπτοκεραμεύς.    4 Astron. (sc. ἑξηκοστόν), division of a degree, πρῶτα λεπτά, = minutes, δεύτερα λ., = seconds, Gem.18.11, 18; λεπτά alone, = minutes, PLond. 1.98r.47 (i/ii A.D.), POxy.1476 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 31] (λέπω, also eigtl. geschält), dünn, sein, zart; bes. vom Gewebe, εἵαατα Il. 22, 511, ὀθόναι 18, 595, φᾶρος Od. 10, 544, πέπλοι 7, 97, ήλάκατα 17, 97; auch ἀράχνια, 8, 280; so πέπλος Eur. Med. 949 u. sonst, wie in Prosa, ἱμάτια Thuc. 2, 49; – λεπτότατος χαλκός Il. 20, 275; vgl. Pind. Ol. 12, 25; – κονίη, seiner Staub, Il. 23, 506; vom kleingetretenen Getreide, 20, 497; κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας λεπτὴν τέφραν, seine, dünne Asche, Ar. Nubb. 177; – δρόσοι λεπτοὶ λεόντων Aesch. Ag. 139; λεπταὶ κώνωπος ῥιπαί 866; σύριγγος ὅπως πνοὰ λεπτοῦ δόνακος Eur. Or. 126; καὶ ὀλίγον γῆς μόριον Plat. Tim. 59 b. – Vom Erdreich, mager, Xen. Oec. 17, 8 u. Theophr. – Von der menschlichen Gestalt, gew. tadelnd, schmächtig, mager, Hes. O. 499, Hippocr.; seltener = schlank, zierlich, vgl. Ar. Eccl. 539 Nubb. 1017; Ggstz παχύς, Ath. XIII, 569 b; so δάκτυλος, Plat. Rep. VII, 523 d Crat. 389 b; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, das kleine Vieh, Schaafe u. Ziegen, Her. 8, 137; vgl. Xen. Cyr. 1, 4, 11; – πλοῖα, dünne, leichte Fahrzeuge, Her. 7, 36; Thuc. 2, 83 u. A.; ἄκραι ἠπείρου Her. 8, 107; κλιμάκια, πυρίδια, Ar. Pax 69 Lys. 1207; auch ἐλπίς, Equ. 1244; – schmal, eng, εἰσίθμη Od. 6, 264; ἐπὶ λεπτὸν τετάχθαι, Xen. Cyr. 5, 4, 46; ἐπὶ λεπτὸν ἐκτεταγμένων, Pol. 3, 115, 6, u. öfter so von einer nicht tiefen Schlachtordnung. – Uebh. klein, gering, schwach, μῆτις, Il. 10, 226. 23, 590; aber λεπτὸς νοῦς, sein, scharfsinnig, spitzfindig, bis ins Kleinste eindringend, Eur. Med. 529, wie μῦθοι, ib. 1081; vgl. Ar. Ach. 445; φροντίς, Nubb. 230 u. öfter; λεπτὼ λογιστά Av. 318; dah. τὸ λεπτόν, vom Styl, D. Hal.; καὶ ἀκριβής, Antiph. 3 δ 2; οἱ λεπτῶς μεριμνῶντες Plat. Rep. X, 607 c; διὰ τὸ λεπτῶς καὶ πυκνῶς πάντ' ἐξετάζειν Amphis bei Ath. X, 448 a; τὰ κατὰ λεπτόν, das Geringfügige, 8. Emp. adv. log. 2, 295; – τὸ λεπτότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος, das kleinste Geldstück, Plut. Cic. 29, vgl. λεπτόν. – Von der Stimme, schwach, Ar. Av. 235 u. A. – Vom Gefühl, sein empfindend, reizbar, Schäfer D. Hal. de C. V. p. 246. – Phot. hat auch einen compar. λεπτίστερος.