πλεκτός

Revision as of 09:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν,

   A plaited, twisted, τάλαροι Od.9.247; σειρή 22.175; ἀναδέσμη Il. 22.469; ἅρματα Hes.Sc.63; ὐποθύμιδες Sapph.Supp.23.16; στέφανοι Xenoph.1.2, cf. E.Hipp.73; π. στέγαι wicker mansions, of the Scythian vans, A.Pr.709; ἀρτάναι, αἰῶραι, S.Ant.54, OT1264; κύτος E. Ion37; κανίσκιον Ar.Fr.160; βρόχων πλεκταὶ ἀνάγκαι Xenarch.1.9 (paratrag.); σκεύη π. any plaited or twisted instruments, cordage, X. Oec.8.12.    2 wreathed, ἄνθη A.Pers.618.    3 as Subst. πλεκτή, ἡ, v. sub voce.    b πλεκτόν, τό, basket, SIG1016.4 (Iasos, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 629] geflochten, gedreht, bes. von Korbgeflechten u. Seilen; πλεκτὴν ἀναδέσμην, Il. 22, 469; σειρή, Od. 22, 175; τάλαροι, 9, 247; ἅρματα, Hes. Sc. 63; ἄνθη τε πλεκτά, Aesch. Pers. 610; στέγαι, Prom. 711; πλεκταῖς ἐώραις, ἀρτάναις, Soph. O. R. 1264 Ant. 54; στέφανος, Eur. Hipp. 73; ἀγκύλας, I. T. 1408, u. öfter, u. Sp. oft, s. πλεκτή.

Greek (Liddell-Scott)

πλεκτός: -ή, -όν, (πλέκω) ὡς καὶ νῦν, τάλαροι Ὀδ. Ι. 247· ἀναδέσμη Χ. 175· σειρὴ Ἰλ. Χ. 469· ἅρματα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 63· οὕτω παρ’ Ἀττ., π. στέγαι, οἰκήματα ἐκ πλεγμάτων, ἐπὶ τῶν Σκυθικῶν ἁμαξῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 709· ἀρτάναι, ἐῶραι Σοφ. Ἀντ. 54, Ο. Τ. 1264· πλ. κύτος Εὐρ. Ἴων 37· κανίσκιον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 208· πλεκτὴ Αἰγύπτου παιδεία, ἡ πλεκτὴ ἐργασία τῆς Αἰγ., δηλ. σχοινία ἐκ βύβλου, Εὐρ. Τρῳ. 128· βρόχων πλεκταὶ ἀνάγκαι, τραγικὴ φράσις ἐν Ξενάρχου «Βουταλίωνι» 1. 9· σκεύη πλεκτά, τὰ πεπλεγμένα, δηλ. σχοινία, Ξεν. Οἰκ. 8. 12. 2) πεπλεγμένος εἰς στέφανον, ἄνθη Αἰσχύλ. Πέρσ. 618· στέφανος Εὐρ. Ἱππ. 73. 3) ὡς οὐσιαστ., πλεκτή, ἡ, ὅρα τὴν λέξιν.