συνεδρεύω

Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

(σύνεδρος)

   A sit in council, Ἀθήνησι Aeschin.3.91, cf. 98; οἱ συνεδρεύοντες members of council, D.17.15, cf. Aeschin.3.74, PPetr.3p.30 (iii B.C.), PTeb.701.274 (iii B.C.), OGI56.6 (Canopus, iii B.C.), UPZ110.140 (ii B.C.), etc.    2 hold a council, consult, deliberate, D.10.6, Plb. 2.26.4, Onos.3.1; σ. τινί consult with, sit in council with, Plb.3.68.15; σκεψάμενος μετὰ τῶν -όντων Ἁρποκρατίωνι στρατηγῷ PSI10.1100.2 (ii A.D.); τὸν Ἀπόλλω -οντα τῷ θεῷ τῷδε Jul.Or.4.135d; σ. τῷ λόγῳ to be present at, take part in a discussion, Arist.Metaph.987a2.    3 τὰ -όμενα orders in council, decrees of the senate, D.H.10.13.    II lie in ambush together, Hsch. s.v. συνελόχισε.    2 of troops, close up, draw together, Ascl.Tact.3.6.    III metaph., attend, accompany, be present together, of symptoms, Sor.2.10, Gal.7.627, 15.740, Aët.15.10: generally, inhere in, be a constituent of, Phld.Sign.20, Longin.10.1.    2 Gramm., τὰ συνεδρεύοντα αὐτοῖς their accompanying relations, D.H.Comp.5, cf. 16.

German (Pape)

[Seite 1010] zusammen oder beisammen sitzen, bes. im Rathe, um zu berathschlagen; συνήδρευε, Ath. VI, 260 a; Pol. 2, 26, 4 u. öfter; συνεδρεύειν ἐς τὸ Ἀχαϊκόν, am achäischen Bündniß Theil nehmen, Paus. 7, 12; dah. οἱ συνεδρεύοντες, die Rathsherren, bes. Gesandte der Griechen zur Amphiktyonenversammlung, Dem. 17, 15; – τὰ συνεδρευόμενα, das im Rathe Beschlossene, D. Hal. 10, 13.

Greek (Liddell-Scott)

συνεδρεύω: (σύνεδρος) συγκάθημαι ὡς σύνεδρος, συνεδριάζω, ὑπὲρ τοῦ μὴ συνεδρεύειν Ἀθήνησι Χαλκιδέας Αἰσχίν. 66. 39, πρβλ. 67. 35· οἱ συνεδρεύοντες, τὰ μέλη τοῦ συνεδρίου, Δημ. 215. 21, Αἰσχίν. 64. 13. 2) συνέρχομαι ἐν συνεδρίῳ, συσκέπτομαι, ὑπέρ τινος Δημ. 133. 7, πρβλ. Πολύβ. 2. 26, 4· σ. τινί, συσκέπτομαι, λαμβάνω μέρος εἰς συζήτησιν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 14. 3) τὰ συνεδρευόμενα, τὰ ἐν συνεδρίῳ ἀποφασιζόμενα, ψηφίσματα τῆς Συγκλήτου, Διον. Ἁλ. 10. 13. ΙΙ. ἐνεδρεύω, ἐνέδραν ποιῶ, παραφυλάττω ὁμοῦ, Ἡσύχ. ἐν λ. συνελόχησε. ΙΙΙ. μεταφορ., συνυπάρχω ἢ παρακολουθῶ, συνοδεύω, ἐπὶ συμπτωμάτων, Γαλην. 7. 214· οἱ πυρετοὶ συνεδρεύουσιν Ὀρειβάσ. σελ. 32, ἔκδ. Mai· ἕλκος, ᾧ συνεδρεύει φλεγμονὴ αὐτόθι 197. 2) παρὰ τοῖς γραμματ., τὰ συνεδρεύοντα αὐτοῖς, αἱ παρακολουθοῦσαι σχέσεις αὐτῶν, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 5 καὶ 16.