χερσεύω

Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

intr.,

   A abide on dry land, live or lie thereon, S.Fr.321, E.Fr.636, Plu.2.982b.    2 to be dry land, opp. ἔνυδρος εἶναι, Arist.Mete.352a23.    b lie waste or barren, X.Oec. 5.17, 16.5.    II Pass., to be left as dry land, opp. πλωτὰ εἶναι, Arist.Mete.353a25 (v.l. -εύει).    III make or leave barren, PTeb.61 (b).114, 74.29 (ii B. C.):—Pass., to be made, become barren, Plu.2.2d, Epist.Philipp. in IG9(2).517.30 (Larissa, iii B. C.), PTeb.61 (b).144, 202, al. (ii B. C.), BGU1120.31 (i B. C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1351] 1) intrans., a) wüst od. öde liegen, unbekannt oder unfruchtbar sein, Xen. oec. 5, 17. 16, 5. – b) sich auf dem festen Lande aufhalten, darauf leben, Plut. sol. an. 33; auch aus dem Wasser aufs feste Land gehen, Philostr. – 2) trans., öde, leer machen, verwais't machen, Eur. frg. Polyid. 1, 3; pass. unfruchtbar werden, verwildern, Plut. De educ. lib. 4.

Greek (Liddell-Scott)

χερσεύω: ἀμεταβ., ζῶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ζῶ ἢ κεῖμαι ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Σοφ. Ἀποσπ. 417, Εὐρ. Ἀποσπ. 637· χελώνη μὴ δυναμένη χερσεύειν πολὺν χρόνον Πλούτ. 2. 982Β. 2) εἶμαι ξηρὰ γῆ, ἀντίθετ. τῷ ἔνυδρος εἶναι, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 13· - κεῖμαι ἔρημος ἢ ἄγονος, μένω χέρσος, ἀκαλλιέργητος, ὅπου δ’ ἂν ἀναγκασθῇ ἡ γῆ χερσεύειν ἀποσβέννυνται καὶ αἱ ἄλλαι τέχναι Ξεν. Οἰκ. 5, 17., 16, 5. ΙΙ. μεταβ., ἀφίνω ὡς ξηράν. - Παθ., μένω ὡς ξηρά· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πλωτὰ γενέσθαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 27. 2) κάμνω τι ξηρὸν καὶ ἄγονον. - Παθ., γίνομαι οὕτω, Πλούτ. 2. 2D.