σκέλλω

Revision as of 19:22, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

aor. 1 ἔσκηλα, opt.

   A σκήλειε Il. (v. infr.), ἔσκειλα Zonar.:— Pass., v. infr. 11:—dry up, parch, μὴ μένος ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Il.23.191; cf. ἐνσκέλλω.    II Pass. σκέλλομαι (κατα- A.Pr.481): fut. σκελοῦμαι Hsch.: intr. pf. Act. ἔσκληκα in pres. signf. (in compds. also with intr. aor. 2 Act. σκλῆναι, cf. ἀποσκλῆναι):— to be parched, lean, dry, ἐσκληκότα καπνῷ smoke-dried, Choeril.4, cf. Nic.Th.718; χρὼς ἐσκλήκει A.R.2.201; Ep. part. nom. pl. ἐσκληῶτες ib.53.

German (Pape)

[Seite 891] auch σκελέω, aor. ἔσκηλα, trocken, dürr machen, austrocknen, dörren; μὴ μένος Ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν, damit nicht der Sonne Gewalt die Haut rings um die Sehnen und Glieder ausdörre, Il. 23, 191; σκήλῃ, conj. aor., Nic. Ther. 694. – Auch = mager machen und hart machen, verhärten, Sp. – Pass. σκέλλομαι, fut. σκλήσομαι, aor. ἔσκλην, σκλαίην, σκλῆναι, und perf. ἔσκληκα, vertrocknen, verdorren, mager werden, Sp; πίνῳ δέ οἱ αὐαλέος χρὼς ἐσκλήκει, Ap. Rh. 2, 200; vgl. Nic. Th. 789; eine synkopirte Form des perf. ἐσκληῶτες findet sich Ap. Rh. 2, 53.

Greek (Liddell-Scott)

σκέλλω: μέλλ. σκελῶ Γαλην. 6. 558· ἀόρ. α´ ἔσκηλα, εὐκτ. σκήλειε Ἰλ.· ἔσκειλα Ζωναρ. 1650.― Παθητ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΛ παράγονται καὶ τὰ ἀσκελής, περισκελής, σκελιφρός, ὡσαύτως σκληρός, σκληφρός· ἴσως συγγενὲς τῷ Λατ. squal-eo). Ξηραίνω, καταξηραίνω, στεγνώνω, μὴ μένος ἠελίοιο σκήλει’ ἀμφὶ ἐπὶ χρόα ἵνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Ἰλ. Ψ. 191· πρβλ. ἐνσκέλλω. ΙΙ. Παθ., σκέλλομαι (κατα- Αἰσχύλ. Πρ. 481)· μέλλ. σκελοῦμαι Ἡσύχ.· μετὰ πρκμ. ἀμεταβ. ἐνεργ. ἔσκληκα ἔχοντος σημασ. ἐνεστ.· ― (ἐν δὲ τοῖς συνθέτοις καὶ μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β´ ἐνεργ. σκλῆναι. πρβλ. *ἀπόσκλημι)· ― εἶμαι κατάξηρος, στεγνός, κάτισχνος, ἐσκληκότα καπνῷ, ἐξηραμμένη εἰς τὸν καπνόν, Χοιρίλ. 4, πρβλ. Νικ. Θηρ. 718· χρὼς ἐσκλήκει Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 201· Ἐπικ. μετοχ. ὀνομαστ. πληθ. ἐσκληῶτες αὐτόθι 53· πρβλ. ἐν-, ἐξέσκληκα.

French (Bailly abrégé)

f. σκελῶ, ao. ἔσκηλα;
faire sécher, faire dessécher, acc..
Étymologie: R. Σκελ, être desséché.