κυκλοτερής

Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ές, (τείρω)

   A made round by turning (τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Hdt.4.36): generally, round, circular, κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε stretched it into a circle, Il.4.124; ἄλσος πάντοσε κυκλοτερές Od.17.209; ὀφθαλμός, λιμήν, Hes.Th.145, Sc. 208; σφαῖρος Emp.27.4; φῶς Id.45; [ὄρος] κυκλοτερὲς πάντῃ Hdt.4.184; πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον Id.1.194; κ. κοιλίαι, of the sockets of bones, Hp.Art.61; αὐχήν Pl.Smp.190a; κώθων Henioch. 1; οἰκοδόμημα X.HG4.5.6; κ. ὁ ὄγκος τῆς γῆς Arist.Cael.294a8; γράφουσι κ. τὴν οἰκουμένην Id.Mete.362b13; πεδίον κ. τὸ σχῆμα Str.4.1.7. Adv. -ρῶς Placit.1.12.3, Ach. Tat.Intr.Arat.21, Dsc.3.90, Gal.UP16.11. [ῡ always, by position.]

German (Pape)

[Seite 1527] ές, rundgedreht, abgerundet; eigtl. von dem Drechsler gemacht, πέριξ τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Her. 4, 36; πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον 1, 194; – übh. ru nd, ἄλσος πάντοσε κυκλοτερές Od. 17, 209; Hes. Th. 145 Sc. 208; κυκλοτερὲς μάγα τόξον ἔτεινεν, er spannte den Bogen rund, daß er sich wie zum Kreise krümmte, Il. 4, 124; ἡ τοῦ παντὸς περίοδος κυκλ. οὖσα Plat. Tim. 58 a; ἐπ' αὐχένι. κυκλοτερεῖ Conv. 189 e; τοῦ περὶ τὴν λίμνην κυκλοτεροῦς οἰκοδομήματος Xen. Hell. 4, 5, 6; Sp.; μόλιβος, Bleikugel, Philp. 17 (VI, 62); – auch adv., Blut.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοτερής: -ές, (τείρω) κατεσκευασμένος στρογγύλος, (τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Ἡρόδ. 4. 36)· ἀκολούθως καθόλου, κυκλικός, στρογγύλος, κυκλοτερὲς μέγα ἔτεινε τόξον, τὸ ἐτέντωσε τόσον ὥστε νὰ ἐσχημάτισε κύκλον, Ἰλ. Δ 124· ἄλσος πάντοσε κυκλοτερὲς Ὀδ. Ρ. 209, Ἡσ. Φ. 145, Ἀσπ. Ἡρ. 208· οὖρος κυκλοτερὲς πάντῃ Ἡρόδ. 4. 184· πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον ὁ αὐτ. 1. 194· κ. κοιλίαι, ἐπὶ τῶν κοιλοτὴτων ἐν αἷς ἀρθροῦνται τὰ ὀστᾶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· αὐχὴν Πλάτ. Συμπ. 189Ε· οἰκοδόμημα Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 6· ὁ ὄγκος τὴς γῆς Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 10, πρβλ. Μετεωρ. 2. 5, 14. Ἐπίρρ. -ρῶς, Πλούτ. 2. 892F. ῡ θέσει, ἀείποτε.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 arrondi au tour;
2 qui s’arrondit : κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινεν IL il tendit son grand arc qui s’arrondit ; rond, circulaire en gén.
Étymologie: κύκλος, τείρω.