κοίρανος

Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ὁ, poet. Noun (Boeot. for

   A king, AB1095), ruler, leader, commander,    1 in war or peace, ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κ. Il. 2.487; κοίρανε λαῶν 7.234; οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη· εἷς κ. ἔστω, εἷς βασιλεύς 2.204.    2 generally, lord, master, Od.18.106, Pi.N.3.62, A.Ag.549, S.OC1287, E.Med.71, al.—Rare in fem., Orph.Fr.38.

German (Pape)

[Seite 1470] ὁ (mit κάρα, κάρανος, wie mit κῦρος verwandt, vgl. auch τύραννος), der Herrscher, Gebieter, Befehlshaber im Kriege; Il. mehrmals κοίρανε λαῶν, z. B. 7, 234; καὶ ἡγεμών 2, 487; – im Frieden, der rechtmäßige Fürst, neben βασιλεύς Il. 2, 204; Gebieter, Herr, ξείνων κοίρανος εἶναι Od. 18, 106; Pind. N. 3, 59; Aesch. Ag. 535; ὁ τῆσδε τῆς γῆς κοίρανος Soph. O. C. 1289; ähnlich ἄναξ κοίραν' Ἀθηνῶν 1756; öfter bei Eur. u. sp. D.; Orph. beim Schol. Ap. Rh. 3, 1 sagt auch von den Musen αἱ γὰρ ἔασι κοίρανοι, wie Luc. Tragodop. 174 τῆς κοιράνου. – S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

κοίρᾰνος: ὁ, ποιητ. ὄνομα, κυβερνήτης, ἄρχων, ἀρχηγός· 1) ἐν πολέμῳ ἢ ἐν εἰρήνῃ, ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κ. Ἰλ. Β. 487· κοίρανε λαῶν Η. 234· οὐκ ἀγαθὴ πολυκοιρανίη· εἷς κ. ἔστω εἷς βασιλεὺς Β. 204. 2) καθόλου, κύριος, δεσπότης, Ὀδ. Σ. 106. ― Ὡσαύτως παρὰ Πινδ. Ν. 3. 108, Αἰσχύλ. Ἀγ. 549, Ο. Κ. 1287, 1759, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ. ― Σπαν. ἐν τῷ θηλ. γένει, Ὀρφ. παρὰ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1. Πρβλ. Ebert Diss. Sicul. σ. 62. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε κῦρος.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, qqf ἡ)
1 chef militaire;
2 chef, souverain, roi;
3 en gén. seigneur, maître.
Étymologie: cf. κῦρος.