κτίζω

Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

Emp.23.6, etc.: fut. -ίσω A.Ch.1060: aor.

   A ἔκτῐσα Od.11.263, etc.; poet. ἔκτισσα Pi.P.1.62, A.Pers.289 (lyr.), κτίσσα Il.20.216, κτίσα Pi.P.5.89: pf. ἔκτῐκα Lyr.Alex.Adesp.1.8, D.S.7.5, 15.13:— Med., poet.aor. ἐκτίσσατο Pi.O.10(11).25, Fr.1.4 (ἐκτής- codd.):— Pass., fut. κτισθήσομαι Str.Chr.5.38, D.H.1.56: aor. ἐκτίσθην Th.1.12, etc.: pf. ἔκτισμαι Hdt.4.46, Hp.Art.45, E.Fr.360.9:—people a country, build houses and cities in it, κτίσσε δὲ Δαρδανίην Il.l.c.; κ. χώρην, νῆσον, Hdt.1.149, 3.49.    2 of a city, found, build, Θήβης ἕδος ἔκτισαν Od.l.c., cf. Hdt.1.167, 168, Th.6.4, PCair.Zen.169 (iii B.C.); ἀποικίαν A.Pr.815:—Pass., to be founded, Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφῶνος κτισθεῖσαν founded by emigrants from Colophon, Hdt.1.16, cf.7.153, 8.62; μήτε ἄστεα μήτε τείχεα ἐκτισμένα no fixed cities or walls, Id.4.46; -ομένη πόλις Phld.Rh.2.155 S.    3 κ. ἄλσος plant a grove, Pi.P.5.89; βωμόν set up an altar, Id.O.7.42; ἑορτάν, ἀγῶνα, found, establish it, ib.6.69, 10(11).25 (Med.); τὸν Κύρνον . . κτίσαι, ἥρων ἐόντα establish his worship, Hdt.1.167; δαῖτάς τινι A.Ch.484 (Pass.); τάφον τινί S.Ant.1101; αἵρεσιν Phld.Rh.1.77 S.; σύνοδον IG22.1343.12 (i B.C.).    4 produce, create, bring into being, γόνῳ τινά A.Supp.172 (lyr.); bring about, τελευτήν ib.140 (lyr.), cf. Ch.441 (lyr.); ὁ τὴν φιλίην ἐκτικώς Lyr.Alex.Adesp. l.c.; of painters, δένδρεα . . καὶ ἀνέρας ἠδὲ γυναῖκας Emp.l.c.; ἵπποισι τὸν χαλινὸν κτίσας having invented it, S.OC715 (lyr.).    5 make so and so, ἐλεύθερον κ. τινά A.Ch.1060; ἔνθεον κτίσας φρένα Id.Eu.17, cf. 714; ποτανὰν εἴ σέ τις θεῶν κτίσαι E. Supp.620 (lyr.), cf. A.Pers.289 (lyr.).    6 perpetrate a deed, S.Tr. 898. (Cf. Skt. kséti 'reside', k[snull ]itís ( = κτίσις) 'habitation'.)

German (Pape)

[Seite 1519] perf. κεκτικέναι D. Sic. fr. 19, aber ἔκτισμαι Eur. fr. Erechth. 17, 9; ein Land bebauen, bewohnbar machen, mit Ansiedlern bevölkern; κτίσσε δὲ Δαρδανίην Il. 20, 216; χώρην, νῆσον, Her. 1, 149. 4, 178; – bes. eine Stadt gründen; οἳ πρῶτοι Θήβης ἕδος ἔκτισαν Od. 11, 262; πόλιν ἔκτισσεν Pind. P. 1, 62; ἀποικίαν Aesch. Prom. 817; πόλιν Her. 1, 168; Thuc. 1, 7; Plat. Prot. 322 b; Isocr. 4, 35; Folgde; – auch βωμὸν θεᾷ, Pind. Ol. 7, 42; – übh. gründen, einrichten, ἄλσεα P. 5, 89, ἑορτὰν καὶ τεθμὸν ἀέθλων Ol. 6, 69; τάφον τινί Soph. Ant. 1088, ἵπποισι τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν πρώταισι ταῖσδε κτίσας ἀγυιαῖς, d. i. er erfand ihn, O. C. 719; – bei den Tragg., bes. Aesch. auch = hervorbringen, machen; παῖδα, τὸν αὐτός ποτ' ἔκτισεν γόνῳ, das Kind, das er selbst erzeugt, Aesch. Suppl. 163, vgl. 1053; οὕτω γὰρ ἄν σοι δαῖτες ἔννομοι βροτῶν κτιζοίατο Ch. 477; ἐλεύθερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει 1056, wird dich von diesem Leide befreien, u. öfter; καὶ ταῦτ' ἔτλη χεὶρ γυναικεία κτίσαι, dies auszuführen, dies zu thun, Soph. Tr. 894; ποτανὰν εἴ σέ τις θεῶν κτίσαι Eur. Suppl. 620. – S. κτίλος u. κτίμενος.

Greek (Liddell-Scott)

κτίζω: μέλλ. -ίσω, Αἰσχύλ. Χο. 1060: ἀόρ. ἔκτῐσα, Ὀδ., Ἀττ., Ἐπικ. ὡσαύτως ἔκτισσα, κτίσσα Ἰλ., Πίνδ.· πρκμ. κέκτῐκα Διοδ. Ἀποσπ. 7. 3 Bekk., ἀλλά, ἔκτικα ὁ αὐτ. 15. 13 ― Μέσ., ποιητ. ἀόρ. ἐκτίσσαντο Πινδ. Ο. 11 (10). 31, πρβλ. Ἀποσπ. 4. 4. ― Παθ., μέλλ. κτισθήσομαι Χρηστομ. Στράβ. 4. 483 Κραμῆρ., Διον. Ἁλ. 1. 56· ἀόρ. ἐκτίσθην Θουκ., κτλ. ·πρκμ. ἔκτισμαι Ἡρόδ. 4. 46, Ἱππ. 810C, Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 9. (Ἐκ τῆς √ΚΤΙ, πρβλ. ἀμφί-κτίονες, περικτίονες, εὐκτίμενος· ὡσαύτως Σανσκρ. kshi, kshi-yâmi (habito), kshi-tis (habitatio)· ἴσως τὸ κτάομαι εἶναι συγγενές, ἴδε Κουρτ. Gr. Et. ἀρ. 78). Συνοικίζω χώραν, οἰκοδομῶ οἰκίας καὶ πόλεις ἐν αὐτῇ, ἐγκαθίστημι οἰκήτορας, κτίσσε δὲ Δαρδανίην Ἰλ. Υ. 216· κτ. χώρην, νῆσον Ἡρόδ. 1. 149., 3. 49, πρβλ. Θουκ. 1. 7. 2) ἐπὶ πόλεως, ὡς καὶ νῦν, κτίζω, ἱδρύω, θεμελιώνω, οἰκοδομῶ, ἀνεγείρω, Θήβης ἕδος ἔκτισαν Ὀδ. Λ. 263, Ἡρόδ. 1. 167, 168, Θουκ. 6. 4· ἀποικίαν Αἰσχύλ. Πρ. 815. ― Παθ., ἱδρύομαι, κτίζομαι, Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφῶνος κτισθεῖσαν, ἱδρυθεῖσαν ὑπὸ μετοίκων ἐκ Κολοφῶνος, Ἡρόδ. 1. 16, πρβλ. 7. 153., 8. 62· μήτε ἄστεα μήτε τείχεα ἐκτισμένα ὁ αὐτ. 4. 46. 3) κτ. ἄλσος, φυτεύειν ἄλσος, Πινδ. Π. 5. 120· κτ. βωμόν, ἱδρύειν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7. 74· κτ. ἑορτήν, ἀγῶνα, ἱδρύω, αὐτόθι 116., 10 (11). 32 (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ)· τὸν Κύρνον... κτίσαι ἥρωα ἐόντα, πιθ., ἵδρυσε, καθιέρωσε τὴν λατρείαν αὐτοῦ, Ἡρόδ. 1. 167· κτ. δαῖτάς τινι Αἰσχύλ. Χο. 484· τάφον τινὶ Σοφ. Ἀντ. 1101. 4) παράγω, δημιουργῶ, φέρω εἰς ὕπαρξιν, κτ. γόνῳ τινὰ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 171· φέρω, ἐπιφέρω, τελευτὴν αὐτόθι 140, πρβλ. Χο. 441· ἐπὶ ζωγραφίας, πρῶτος παριστάνω, Ἐμπεδ. 139· ἵπποισι τόν... χαλινὸν κτίσας, ἐφευρών, Σοφ. Ο. Κ. 715. 5) κάμνω τινὰ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, ἐλεύθερον κτ. τινα Αἰσχύλ. Χο. 1060· ἔνθεον φρένα κτίσας ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 17, πρβλ. 714· ποτανὰν εἴ μέ τις θεῶν κτίσαι Εὐρ. Ἱκέτ. 621· ἴδε Blomf. Pers. 294 (289). 6) ἐκτελῶ ἔργον τι, Σοφ. Τρ. 898.

French (Bailly abrégé)

f. κτίσω, ao. ἔκτισα, pf. κέκτικα;
Pass. ao. ἐκτίσθην, pf. ἔκτισμαι;
1 bâtir (des maisons, des villes) ; asseoir des constructions : Δαρδανίην IL, χώρην HDT en Dardanie, dans un pays;
2 p. ext. fonder en gén. : κτίζειν πόλιν HDT bâtir une ville ; Θήβης ἕδος OD jeter les fondements de Thèbes ; ἀποικίαν ESCHL fonder une colonie ; τάφον τινί SOPH élever un tombeau à qqn;
3 p. anal. fonder, instituer : ἵπποισιν τὸν χαλινόν SOPH inventer le frein pour les chevaux ; avec un part. : Κύρνον κτίζειν ἥρων ἐόντα HDT instituer le culte de Kyrnos comme héros;
4 p. ext. créer, produire : γόνῳ τινά ESCHL donner le jour à qqn ; ἐλεύθερόν τινα πημάτων ESCHL délivrer qqn de ses souffrances;
5 accomplir, faire en gén.
Étymologie: R. Κτι, skr. Kshi « établir ».