ἀτέω
English (LSJ)
[ᾰ], part. ἀτέων
A demented, reckless, c. gen., θεῶν defying the gods, Il.20.332 (Aristarch.); Μουσέων Call.Fr.537: abs., Hdt.7.223.
German (Pape)
[Seite 385] nur partic. ἀτέων, bethört, der besinnungslos ins Verderben stürzt, Il. 20, 332; Her. 7, 223; Callim. beim Schol. Il. l. l. κεῖνος ἀνὴρ Μουσέων ἀτέει.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτέω: [ᾰ], Ἰλ. Υ. 332, Ἡρόδ. 7. 223, εἰς ἀμφότερα τὰ χωρία κατὰ μετοχ. ἀτέων, δαιμονιῶν, θεόληπτος, παράφορος, ἔξω φρενῶν, Αἰνεία, τίς σ' ὧδε θεῶν ἀτέοντα κελεύει ἀντία Πηλεΐωνος... μάχεσθαι…, Ἰλ. ἔνθ. ἀνωτ. 2) μετὰ γεν., ἁμαρτάνω ἐναντίον τινός, Μουσέων κεῖνος ἀνήρ ἀτέει Καλλ. Ἀποσπ. 471. - Ἐν ἐπιγραφῇ Γόρτ. Κρήτ. Comp. 152V11 καὶ 1557 φαίνεται ἡ λέξις ἔχουσα τὴν σημ.: ἐπιβάλλω πρόστιμον, προσέτι, νικῶ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
avoir l’esprit égaré, être insensé.
Étymologie: ἄτη.