ἐκπυρόω

Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A burn to ashes, consume utterly, E.IA1070(lyr.); ὕδραν Id.HF421 (lyr.).    2 set on fire, Arist.Mete.341a18.    II Pass., catch fire, ib.342b2, Onos. 19.3 : a term used in the Stoic philos. to express the tendency of all things to pass into fire, Zeno Stoic.2.182, etc.    2 to be burnt up, λαμπάσιν κεραυνίαις E.Ba.244, cf. Corn.ND17.    3 to be much heated, prob. in Hp.Vict.1.25, f.l. in Aph.7.38 ; to become red-hot, Plb.12.25.2.    III heat, warm, βαλανεῖα Philostr.VA1.16.

German (Pape)

[Seite 777] ausbrennen, durch die Flamme vernichten; γαῖαν Eur. I. A. 1070; Herc. Fur. 421 u. A.; – anbrennen, entzünden, Arist. Meteorl. 1, 3, öfter; – pass., entzündet, heiß werden, χαλκός Pol. 12, 25, 2; κηρὸς φλοξίν Mesomed. 2 (Plan. 323).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπῠρόω: κατακαίω μέχρι τέφρας, ἐξαφανίζω, Εὐρ. Ι. Α. 1070, Ἡρ. Μαιν. 421· - πρυπολῶ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 21. ΙΙ. Παθ., ἀνάπτω, καίομαι, αὐτόθι 1. 5, 2· ὅρος ἐν χρήσει ἐν τῇ τοῦ Ἡρακλείτου φιλοσοφίᾳ πρὸς δήλωσις τῆς τάσεως ἣν ἔχουσι πάντα τὰ πράγματα εἰς τὸ νὰ μεταβάλλωνται εἰς πῦρ (πρβλ. ἀναθυμίασις), Διογ. Λ. 9. 8, πρβλ. Πλούτ. 2. 877D, καὶ ἴδε τὴν λέξιν χρησμοσύνη· - ἀνακαίομαι, λαμπάσιν κεραυνίαις Εὐρ. Βάκχ. 244· - ὑπερθερμαίνομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1257, πρβλ. ἐκπτερόομαι· - πυρακτοῦμαι, ἐπὶ χαλκοῦ, Πολύβ. 12. 25, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
consumer par le feu, brûler, incendier.
Étymologie: ἐκ, πυρόω.