τροπικός

Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ή, όν, (τροπή)

   A of the solstice, ὁ τ. (sc. κύκλος) the tropic or solstice as marked on the sphere, Arist.Mete.343a14 (with κύκλος, Jul.Or.4.147c); τ. χειμερινός, θερινός, Porph.Antr.21; ζῶναι Placit.3.11.4; οἱ τ. (sc. κύκλοι) Arist.Mete.345a6, 346a14, al., cf. Arat. 528, Plu.2.429f; τὰ τ. ζῴδια the signs of the zodiac in which the solstices and the equinoxes are situated, S.E.M.5.6; so τ. ζῷα Man.2.382; and abs., τροπικά Id.3.41, 6.359; but used of Cancer and Capricorn only, opp. ἰσημερινά (Aries and Libra), Ptol.Tetr.31, etc.    2 of Time, of or at the solstice, αἱ τ. ἡμέραι, οἱ τ. μῆνες, Arist.HA 544a33, 558b14.    II Rhet., tropical, figurative, τ. λέξις a figurative expression, D.H.Th.23, etc.; τὸ ποιητικὸν καὶ τ. Phld.Rh.1.157 S.; αἱ τ. tropes, Longin.32.6. Adv. -κῶς Phld.Rh.1.154 S., Ath.3.76c.    2 in Stoic Logic τροπικόν = συνημμένον ἢ διεζευγμένον ἀξίωμα (v. συνάπτω A. 111.3, διαζεύγνυμι 1), Stoic.2.77, al., Arr Epict.1.29.40.

Greek (Liddell-Scott)

τροπικός: -ή, -όν, (τροπή) ὁ ἀνήκων εἰς τάς τροπάς, εἰς τὰ ἡλιοστάσια, ὁ τροπικὸς (ἐξυπακ. κύκλος), τὸ ἡλιοστάσιον σεσημειωμένον ἐπὶ τῆς σφαίρας, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 890Ε, 898Β· οἱ τροπικοὶ (ἐξυπακ. κύκλοι) Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 7. 13, 1. 8, 15, κ. ἀλλ., πρβλ. Πλούτ. 2. 429F, Ἄρατ. 528· τῶν ζῳδίων τὰ μὲν τροπικά, τινὰ δὲ στερεὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 6, Μανέθων, κλπ. 2) ἐπὶ χρόνου, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἡλιοστάσιον, ἢ ὁ κατὰ τὸ ἡλιοστάσιον γινόμενος ἢ ὤν, αἱ τροπ. ἡμέραι, οἱ τρ., μῆνες Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 13, 2., 6. 1, 2. 3) ἡ τροπική, παρὰ τοῖς Βυζ., μέρος οἰκοδομήματος, ἴσως ἡ ἁψίς. ΙΙ. κεκλιμένος, πρός τι Ἀντιγ. Καρυστ. Ἱστ. Παραδόξων Συναγωγὴ 127. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ῥητορικῇ, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ σχῆμα τρόπος, ὅπερ ἐστὶ λόγος κατὰ παρατροπὴν τοῦ κυρίου λεγόμενος, μεταφορικός, ἀλληγορικός, καταχρηστικός, περιφραστικός, τρ. λέξις, εἰκονικὴ ἔκφρασις, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 2, κλπ.· τὰ τροπικά, τρόποι, Λογγῖν. 32. - Ἐπίρρ. -κῶς, μεταφορικῶς, Σοφοκλῆς τῷ τοῦ δένδρου ὀνόματι τρ. τὸν καρπὸν ἐκάλεσεν Ἀθήν. 76C. 2) ἐν τῇ Λογικῇ τῶν Στωϊκῶν, τροπικόν, = συνημμένον ἀξίωμα, ἴδε συνάπτω ΙΙΙ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 29, 40, πρβλ. Διογ. Λ. 7. 79.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le changement, particul. le changement de saison : τροπικὰ σημεῖα PLUT points des solstices.
Étymologie: τρόπος.