περιφραστικός
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
περιφραστική, περιφραστικόν, periphrastic, Eust.557.37 (Comp.). Adv. περιφραστικῶς Erot. s.v. μανδραγόρου ῥίζαν, Zos.Alch.p.182 B., Sch.Theoc.1.1, etc.
German (Pape)
[Seite 599] ή, όν, umschreibend, z. B. λόγος, Sp., bes. im adv. häufig in den Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
περιφραστικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀνήκων εἰς περίφρασιν, ἐπὶ λόγου, Εὐστ. 557. 37. Ἐπίρρ., -κῶς, ὁ αὐτ., κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / περιφραστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ περιφράζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίφραση, αυτός που διατυπώνεται με περίφραση
νεοελλ.
φρ. «περιφραστικοί τύποι του ρήματος» — οι τύποι κυρίως τών συντελικών χρόνων που σχηματίζονται με τύπους τών ρημάτων έχω και είμαι και άκλιτους τύπους ή παθητικές μετοχές, λ.χ. έχω πάει, είχα γράψει, θα έχω φύγει, είμαι βρεγμένος, ήμουν κρυωμένος, θα είμαι ντυμένος.
επίρρ...
περιφραστικῶς ΝΜΑ και περιφραστικά Ν
με περίφραση.