evident
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. δῆλος, ἐναργής, σαφής, λαμπρός, ἔνδηλος, φανερός, ἐμφανής, ἐκφανής, διαφανης, περιφανής, Ar. and P. εὔδηλος, P. ἐπιφανής, καταφανής, V. σαφηνής, τορός. τρανής; see clear.
German > Latin
evident, perspicuus. – Evidenz, perspicuitas. – zur E. bringen, daß etc., persuadere mit Akk. u. Infin.