τρανής
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
English (LSJ)
τρανές,
A clear, distinct, ἴσμεν γὰρ οὐδὲν τ., ἀλλ' ἀλώμεθα S.Aj. 23, cf. Demetr.Lac.Herc.1013.5; χρόαι τρανεῖς Phld.Sign.10: Comp. τρανέστερος Procl.Inst.145; -εστέρα ἡ ὄψις τῆς ἀκοῆς Phlp. in de An. 229.12: Sup. τρανέστατος Phld.D.3.14:—later τρᾱνός, ή, όν, Moschio Trag.8, D.H.Comp.22, Plot.6.6.17; διάνοια Metrod.Herc.831.4: Comp. -ότερος Ph.1.16, Plu.2.378a; -οτέρα ζωή Plot.1.4.2, 6.7.5; -ότερα τὰ περὶ τῶν περισκίων Str.2.5.43; -οτάτη κρίσις Ptol.Judic. 7; ἀλκυόνιον τὸ τρανότερον brighter, Archig. ap. Aët.6.55.
2 of Hermes, Corn.ND16.
II Adv., τρανῶς εἰδέναι, ἐρεῖν, μαθεῖν, ἀποδεῖξαι, A.Ag.1371, Eu.45, E.El.758, Rh.40 (lyr.), cf. Plu.Dem.15, etc.; also τρανόν, μάλα τ. ἐπιδών με Hp.Ep.17: Comp. -ότερον, εἰπεῖν Phld.Rh.1.336 S., cf. Ph.2.326, AP9.298 (Antiphil.): Sup. -ότατα S.E.M.7.404, Theol.Ar.33 (dub.), Iamb.in Nic.p.118 P.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
perçant, pénétrant ; clair, net.
Étymologie: R. Τρα, percer ; cf. τετραίνω.
German (Pape)
[ᾱ], ές, (τετραίνω, vgl. τορός), durchdringend, durchbohrend, scharf, hell, deutlich, vom Gesicht und Gehör, auch übertragen von Gedanken, klar, deutlich, wie σαφής; Soph. οὐδὲν γὰρ ἴσμεν τρανές, ἀλλ' ἀλώμεθα, Aj. 23;
• adv. τρανῶς εἰδέναι, Aesch. Ag. 1344; ἐρῶ, Eum. 45; οὐδέν γε τρανῶς ἀπέδειξας, Eur. Rhes. 40; μαθεῖν, El. 758; öfter bei sp.D., wie Philodem. 28 (Plan. 234).
Russian (Dvoretsky)
τρᾱνής: явственный, ясный, определенный (ἴσμεν οὐδὲν τρανές Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾱνής: -ές, (√ΤΡΑ, τετραίνω) ὁ διατρυπῶν, διαπερῶν· ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον μεταφορ. ὡς τὸ τορὸς Ι. 2, καθαρός, διαυγής, σαφής, ἴσμεν γὰρ οὐδὲν τρανές, ἀλλ’ ἀλώμεθα Σοφ. Αἴ. 23· τρανεστέρα ἡ ὄψις τῆς ἀκοῆς, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Ἀριστοτ.· τὸ τοῦ λόγου τρ. Εὐστ. Πονημάτ. 203. 2· ― παρὰ μεταγενεστ. καὶ ἐν τῷ τύπῳ τρᾱνός, ή, όν, Μοσχίων παρὰ Στοβ. 585. 1, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 22, Πλούτ. 2. 378Α, κλπ.· τρανότερα τὰ περὶ τῶν περισκίων Στράβ. 135. 2) ἐπὶ προσώπων, Κορνοῦτ. περὶ Θεῶν Φύσεως 16. ΙΙ. Ἐπίρρ., τρανῶς εἰδέναι, ἐρεῖν, μανθάνειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1371, Εὐμ. 45, Εὐρ. Ἠλ. 758, Ρῆσ. 30, Πλούτ., κλπ.· συγκρ. τρανότερον, Ἀνθ. Π. 9. 298· ὑπερθετ. -ότατα, Τζέτζ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 105-110.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
1. διαπεραστικός
2. μτφ. διαυγής, καθαρός, σαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή του επιθ. τρᾱνής στη ρίζα τερ- / τερη- του ρ. τείρω (πρβλ. τέρετρον, τετραίνω), η οποία θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη (πρβλ. τη σημ. του επιθ. τορός «διαπεραστικός, οξύς, καθαρός, σαφής»), παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες, αφού η μορφή τρᾱ- της ρίζας δεν απαντά σε άλλους τ. (πρβλ. και τα λατ. trāns, intrāre [< θ. trā-], τών οποίων, όμως, η αναγωγή στην ίδια ΙΕ ρίζα με το τείρω παραμένει ανεπιβεβαίωτη). Κατ' άλλη άποψη, το επίθ. τρ-ανής εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τρ- της μονοσύλλαβης μορφής της ρίζας του ρ. τείρω και έχει σχηματιστεί με επίθημα -ᾱνής αναλογικά προς το σαφ-ηνής].
Greek Monotonic
τρᾱνής: -ές (τε-τραίνω), αυτός που διατρυπά· μεταφ., καθαρός, διαυγής, σαφής· επίρρ., τρανῶς εἰδέναι, μανθάνειν, σε Αισχύλ., Ευρ.· συγκρ., τρανότερον, σε Ανθ.
Middle Liddell
τρᾱνής, ές τετραίνω
piercing: metaph. clear, distinct:—adv., τρανῶς εἰδέναι, μανθάνειν Aesch., Eur.; comp. τρανότερον, Anth.
Frisk Etymology German
τρανής: {trānḗs}
Forms: sp. auch -ός, oft Adv. -ῶς, -όν
Meaning: klar, deutlich, bestimmt, sicher (Trag., D. H., Ph., Plu. u.a.),
Composita: περίτρανος sehr klar (hell. u. sp.).
Derivative: Davon τρανότης f. Deutlichkeit (Ph., Plu. u.a.), -όω, auch m. δια-, ἐκ-, deutlich machen, auffallen (sp.) mit -ώματα (γλώσσης) pl. Wahrnehmungen (Emp. 4, 11; vgl. πιστώματα Μούσης 5, 2, anders Porzig Satzinhalte 189), -ωτικός zur Aufhellung dienend (Theol. Ar.).
Etymology: Wohl mit dem synonymen τορός auch formal verwandt und somit als *’durchdringend" zu verstehen. Nähere formale Analyse unsicher, aber wahrscheinlich enthält τρανής eine einsilbige Dehnstufe zu τέρετρον, τεράμων neben τρῆσαι (: τετραίνω), τρῶσαι (: τιτρώσκω). Vgl. bes. lat. trāns, in-trāre, die aber zu der von in τέρετρον u. Verw. allerdings nicht rein zu scheidenden Sippe τέρμα usw. gestellt werden. Suffix wie σαφηνής u. a. (s. σαφής). —Abzulehnen Prellwitz Glotta 19, 102 f.: aus τραν- mit hervorhebendem -αν-.
Page 2,917
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
καί τρανός (=αὐτός πού τρυπάει, καθαρός, διαυγής, φανερός). Ἀπό ρίζα τρα- τοῦ τετραίνω (=τρυπῶ) πού παράγεται ἀπό τό τείρω.