ἀσήμαντος

Revision as of 15:24, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ον,

   A without leader or shepherd, μήλοισιν ἀσημάντοισιν ἐπελθών Il.10.485, cf. Tryph.616; δόμος Opp.H.3.361.    II unsealed, unmarked, Hdt.2.38, Pl.Lg.954a, Hyp.Fr.4; = ἀφύλακτος, Hsch.    2 giving no sign: hence, unseen, unknown, Nonn.D.3.95, 5.232; unintelligible, ἔπεα ib.10.31.    III ἀσήμαντοι τούτου ὃ . . σῶμα ὀνομάζομεν not entombed in this, which we call body, Pl.Phdr.250c, with play on signf. 11.1, cf. Dam.Pr.161.    IV uncoined, χρυσὸς καὶ ἄργυρος App.Hisp.23,Pun.66.    V Act., opp. σημαντικός, without significance, λέξις Diog.Bab.Stoic.3.213; φωνή Plu.2.1026a. Adv. -τως Paul.Aeg.3.15.

German (Pape)

[Seite 369] 1) ohne Gebieter, unbeschützt, μῆλα Il. 10, 485; nicht bezeichnet, ohne Kennzeichen, τινός, Plat. Phaedr. 250 c. – 2) akt., nichts bezeichnend, Ggstz σημαντικός, D. L. 7, 57.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσήμαντος: -ον, ὁ ἄνευ ἀρχηγοῦ ἢ ποιμένος, μήλοισιν ἀσημάντοισιν ἐπελθὼν «ἀφυλάκτοις, ἀφροντίστοις, μὴ ἔχουσι ποιμένα» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 485, πρβλ. σημάντωρ· - ἀσημάντοιο δόμοιο Ὀππ. Ἁλ. 3. 361. ΙΙ. ἀσφράγιστος, ἄνευ σημείου, Ἡρόδ. 2. 38, Πλάτ. Νόμ. 954Α. ΙΙΙ. ἀσήμαντοι τούτου, ὅ… σῶμα ὀνομάζομεν, μὴ κεκλεισμένοι ὡς ἐν τάφῳ ἐντὸς τούτου, ὅπερ ὀνομάζομεν σῶμα, Πλάτ. Φαῖδρ. 250C, πρβλ. σῆμα 3. IV. ἐνεργ. ἄνευ σημασίας, λέξις, φωνὴ Διογ. Λ. 7. 57, Πλούτ. 2. 1026Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans conducteur, sans gardien (troupeau);
2 sans signification.
Étymologie: ἀ, σημαίνω.

English (Autenrieth)

(σημαίνω): without a guide (shepherd); μῆλα, Il. 10.485† (cf. Il. 15.325).