στίξ

Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ἡ, gen.

   A στιχός Il.16.173, 20.362, acc. στίχα Epigr. ap. D.S. 11.14, AP7.56; nom. and acc. pl. στίχες, στίχας (v. infr.):—row, line, rank or file, esp. of soldiers, τῆς μὲν ἰῆς στιχὸς ἦρχε Μενέσθιος Il.16.173; στιχὸς εἶμι διαμπερές 20.362, cf. Epigr. ap. D.S. l.c.: elsewhere in pl., στίχες ἀνδρῶν, Τρώων, Κεφαλλήνων, etc., Il.4.231, 221,330, al.; ἀσπιστάων ib.90; mostly of foot, but also πολλὰς σ. ἡρώων πολλὰς δὲ καὶ ἵππων 20.326; κατὰ στίχας in ranks or lines, ἵζοντο κατὰ σ. 3.326; but ἦλθε κατὰ σ. through the ranks, 16.820, cf. 5.590, 11.91; of dancers, θρέξασκον ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισι 18.602:—also in Trag. and Com., ξένων στίχες A.Th.924 (lyr.); πολεμίων, Καδμείων, E.Heracl. 676, Supp.669; τῶν λαῶν Ar.Eq.163; συῶν ἠδὲ λεόντων Hes.Sc.170; γεράνων Arat.1031, cf. Q.S.11.114.    2 metaph., ἀνέμων στίχες Pi. P.4.210; ἐπέων στίχες verses, lays, ib.57; later, στίχα νήσων D.P. 514; βίβλων AP7.56.—Cf. στίχος, στοῖχος.

German (Pape)

[Seite 944] ἡ, im nom. ungebräuchlich, s. στίχος, kommt nur vor im gen.) στιχός, im nom. u. acc. plur. στίχες, στίχας, die Reihe, bes. von Kriegern, Schlachtreihe, das Glied in der Schlachtordnung; στιχὸς εἶμι διαμπερές, die Schlachtordnung, Il. 20, 362; singul. nur noch 16, 173; κρατεραὶ στίχες ἀσπ ιστάων, 4, 90; oft στίχες ἀνδρῶν, wie Hes. So. 170, gew. vom Fußvolk; doch auch στίχες ἡρώων τε καὶ ἵππων, Il. 20, 326; κατὰ στίχας, nach Reihen, reihenweise, 3, 326; auch ἐπὶ στίχας, 18, 602; Pind. ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας, N. 9, 38; auch ἀνέμων, die Reihenfolge, Ordnung, P. 4, 210, wie ἐπέων ib. 57; τάσσοντα πολεμίων στίχας, Eur. Heracl. 676, u. öfter, wie Aesch. Spt. 907; στίχες λαῶν, Ar. Equitt. 163; sp. D., τὰ δ' ἐπὶ στίχας ἤγαγεν αἰών, in Ordnung bringen, Ap. Rh. 4, 680. Vgl. das in Prosa üblichere στίχος und στοῖχος. Es ist verwandt mit στείχω.

Greek (Liddell-Scott)

στίξ: ἡ, λέξις ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ γεν. στιχὸς Ἰλ., αἰτ. στίχα Σιμωνίδ. 136· καὶ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. στίχες, στίχας· - αἱ λοιπαὶ πτώσεις παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ στίχος, ὅπερ ἐν πάσῃ πτώσει εἶναι ὁ συνηθέστατος τύπος παρὰ τοῖς πεζογράφοις, (ἴδε ἐν λέξ. στείχω)· - σειρά, γραμμή, μάλιστα στρατιωτῶν, τῆς μὲν ἰῆς στιχὸς ἦρχε Μενέσθιος Ἰλ. Π. 173· στιχὸς εἶμι διαμπερὲς Υ. 362, πρβλ. Σιμωνίδ. ἔνθ’ ἀνωτ., - ἀλλαχοῦ ἐν τῷ πληθ., στίχος ἀνδρῶν, Τρώων, Δαναῶν Ἰλ.· ἀσπιστάων Ἰλ. Π. 173· οὕτως, Ἀσπ. Ἡρ. 170· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πεζῶν, ἀλλ’ ὡσαύτως, στ. ἡρώων τε καὶ ἵππων Ἰλ. Υ. 326· - κατὰ στίχας, κατὰ σειρὰς ἢ γραμμάς, ἵζοντο κατὰ στ. Γ. 326· ἀλλά, ἦλθε κατὰ στ., διὰ μέσου τῶν τάξεων, Π. 820, πρβλ. Ε. 590, Λ. 91· ἐπὶ ὀρχηστῶν, θρέξασκον ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισιν Σ. 602· - ὡσαύτως παρ’ Ἀττικ. ποιηταῖς, στίχες ξένων Αἰσχύλ. Θήβ. 925· πολεμίων, Καδμείων Εὐρ. Ἡρακλ. 676, Ἱκέτ. 669· τῶν λαῶν Ἀριστοφ. Ἱππ. 163· συῶν καὶ λεόντων Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 170· γεάνων Ἄρατ. 1031. 2) μεταφ., ἀνέμων στίχες Πινδ. Π. 4. 373· ἐπέων στίχες, στίχοι, στροφαί, Πινδ. Π. 100· μεταγεν., νήσων στ. Διον. Π. 514· βίβλων Ἀνθ. Π. 7. 56. - Πρβλ. στίχος, στοῖχος, στόχος.

French (Bailly abrégé)

στιχός (ἡ) :
rang, rangée, particul. rangée de combattants : κατὰ στίχας IL, ἐπὶ στίχας IL en rangs, par rangées ; ttf. κατὰ στίχας IL à travers les rangs.
Étymologie: R. Στιχ, aligner ; v. στείχω, cf. στίχος.

English (Autenrieth)

(Att. στίχος), assumed nom., gen. στιχός: row, rank, or file, of warriors, dancers, Il. 18.602 ; ἐπὶ στίχας, ‘in ranks’; κατὰ στίχας, ‘by ranks,’ Il. 2.687, Il. 3.113, 326.