αἰχμά

Revision as of 13:56, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

French (Bailly abrégé)

dor. c. αἰχμή.

English (Slater)

αἰχμά (-ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -αί, -αῖς, -αῖσιν)
   a lit., spear παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς (sc. Ἀχιλλεύς.) (O. 9.79) ἐν δ' Ἄρης ἀνθεῖ νεῶν οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν (O. 13.23) ὁ δἧρα χρόνῳ ἵκετ' αἰχμαῖσιν διδύμαισιν (P. 4.79) γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ ὑπέραλλον αἰχμὰν ταμών (N. 3.33) οἷά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχ μαῖς καὶ λιθίνοις ὁπότἐν δίσκοις ἵεν (I. 1.24)
   b met., battle υἱοὺς παρμένοντας αἰχμᾷ (P. 8.40)
   c met., fighting-spirit γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς (P. 1.66) θρέψε δαἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος (sc. Ζεύς.) (N. 10.13) Κάστορος δαἰχμὰ Πολυδεύκεός τἐπ' Εὐρώτα ῥεέθροις (sc. γέρας ἔχει.) (I. 5.33) ἔνθα βούλαι γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί in Sparta fr. 199. 2.
   d company of spearsmen τρίπολιν νᾶσονναίοντας Ἀργείᾳ σὺν αἰχμᾷ (O. 7.19) [
   e dub. αἰχμᾷ (codd. contra metr.: ἀκμᾷ e Σ Boeckh.) (N. 6.52) αἰχμᾷ (codd. contra metr.: ἀκμᾷ Pauw.) (N. 10.60) αἰχμᾷ (codd.: ἀκμᾷ Pauw.) (I. 4.51) ]
   f frag. ]χθονὸς αἰχμα[ fr. 215c. 5.