αἰχμά
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
French (Bailly abrégé)
dor. c. αἰχμή.
English (Slater)
αἰχμά (-ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -αί, -αῖς, -αῖσιν)
a lit., spear παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς (sc. Ἀχιλλεύς.) (O. 9.79) ἐν δ' Ἄρης ἀνθεῖ νεῶν οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν (O. 13.23) ὁ δἧρα χρόνῳ ἵκετ' αἰχμαῖσιν διδύμαισιν (P. 4.79) γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ ὑπέραλλον αἰχμὰν ταμών (N. 3.33) οἷά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχ μαῖς καὶ λιθίνοις ὁπότἐν δίσκοις ἵεν (I. 1.24)
b met., battle υἱοὺς παρμένοντας αἰχμᾷ (P. 8.40)
c met., fighting-spirit γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς (P. 1.66) θρέψε δαἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος (sc. Ζεύς.) (N. 10.13) Κάστορος δαἰχμὰ Πολυδεύκεός τἐπ' Εὐρώτα ῥεέθροις (sc. γέρας ἔχει.) (I. 5.33) ἔνθα βούλαι γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί in Sparta fr. 199. 2.
d company of spearsmen τρίπολιν νᾶσονναίοντας Ἀργείᾳ σὺν αἰχμᾷ (O. 7.19) [
e dub. αἰχμᾷ (codd. contra metr.: ἀκμᾷ e Σ Boeckh.) (N. 6.52) αἰχμᾷ (codd. contra metr.: ἀκμᾷ Pauw.) (N. 10.60) αἰχμᾷ (codd.: ἀκμᾷ Pauw.) (I. 4.51) ]
f frag. ]χθονὸς αἰχμα[ fr. 215c. 5.
Russian (Dvoretsky)
αἰχμά: ἡ дор. = αἰχμή.