θαμβαίνω

Revision as of 13:58, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

   A = θαμβέω, to be astonished at, Pi.O.3.32, v.l. for θαυμαίνω in h.Ven.84.

German (Pape)

[Seite 1185] = θαμβέω, staunen, anstaunen, bewundern, H. h. Ven. 84 Merc. 407.

Greek (Liddell-Scott)

θαμβαίνω: θαμβέω, θαυμάζω, ἐκθαμβοῦμαι πρός τι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 84, ἔν τινι χειρογρ. ἀντὶ θαυμαίνω· οὕτως ὁ Herm. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 407 (δειμαίνω Baumeister).

French (Bailly abrégé)

être frappé d’étonnement, acc..
Étymologie: θάμβος.

English (Slater)

θαμβαίνω
   1 admire τόθι δένδρεα θάμβαινε σταθείς (θαύμαινε v. l.) (O. 3.32)