εὔθυμος

Revision as of 14:00, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ον,

   A kind, generous, ἄναξ Od.14.63.    II cheerful, Democr.174, X.Cyr.6.4.13 (Comp.), Pl.Lg.792b; συμπόσια εὔ. Ion Eleg.1.14; φέρειν γῆρας εὔ. εἰς τελευτάν Pi.O.5.22; of horses, spirited, X.Eq.11.12 (Sup.); τὸ εὔ., = εὐθυμία, Plu.2.1106c, D.C.42.1. Adv. -μως cheerfully, Batr.159, A.Ag. 1592: Comp. -ότερον X.Cyr.2.2.27: Sup. -ότατα ib.3.3.12.

German (Pape)

[Seite 1070] wohlgesinnt, wohlwollend, Od. 14, 63. Gew. gutes Muthes, heiter, fröhlich, γῆρας Pind. Ol. 5, 22, ψυχή Plat. Legg. VII, 797 b; εὐθυμότεροι εἰς τὸν ἀγῶνα ἰέναι, freudigeres Muthes, Xen. Cyr. 6, 4, 13; auch von Pferden, de re equ. 10, 12; τὸ εὔθυμον, der Muth, D. Cass. 42, 1; – εὔθυμόν ἐστιν εὐτυχεῖς ναίειν δόμους, es ist behaglich, angenehm, Aesch. Suppl. 937. – Adv. εὐθύμως, freudig, heiter, κρεουργὸν ἦμαρ εὐθ. ἄγειν Aesch. Ag. 1574; εἰς τὸ χρεὼν ἀπιέναι Plat. Ax. 365 b; mit freudigem Muthe, τοὺς κινδύνους φέρειν Xen. Cyr. 8, 4, 14, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

εὔθῡμος: -ον, ἀγαθός, εὐμενής, ἄναξ Ὀδ. Ξ. 63. II. φαιδρός, πλήρης χαρᾶς, εὔθυμος, Πινδ. Ο. 5. 51, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 13, Πλάτ. Νόμ. 792B· συμπόσιον εὔθ. Ἴων 1. 14 Bgk., πρβλ. ἔκθυμος: - ἐπὶ ἵππων, θυμοειδής, Ξεν. Ἱππ. 11. 12: - τὸ εὔθυμον = εὐθυμία, Πλούτ. 2. 1106C, Δίων Κ. 21. 1 - Ἐπίρρ. -μως, μετ’ εὐθυμίας, φαιδρῶς, Βατραχομ. 159, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1592, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 12. - Συγκρ. -ότερον αὐτόθι 2. 2, 27: Ὑπερθ. -ότατα αὐτόθι 3. 3, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a bon cœur, généreux;
2 qui a bon courage, plein de courage, plein de confiance, d’ardeur ; τὸ εὔθυμον c. εὐθυμία;
Cp. εὐθυμότερος.
Étymologie: εὖ, θυμός.

English (Slater)

εὔθῡμος, -ον
   1 cheerful φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν (O. 5.22)