δαίνυμι

Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

imper.

   A δαίνῡ Il.9.70, part. -ύντα Od.4.3: Ep. impf. δαίνῡ Il.23.29; δαίνυεν (from δαινύω) Call. Cer.84: fut. δαίσω Il.19.299, A.Eu.305: aor. ἔδαισα Pi.N.9.24, Hdt.1.162, E.Or.15:—Med., δαίνῠται Il.15.99: 2sg. subj. δαινύῃ Od.19.328; Ep. 3sg. opt. δαινῦτο Il.24.665; 3pl. opt. δαινύατο Od.18.248; part. -ύμενος Cratin. 142; 2sg. impf. δαίνὐ (i.e. -υο) Il.24.63: fut. δαίσομαι Lyc.668, Herod.4.93, etc., (μετα-) Od.18.48: aor. ἐδαισάμην Archil.99, Pi.P.10.31, etc.; δαισάμενοι Od.18.408; [δαινῠη Od.19.328; but δαινῡῃ 8.243 (for wh. δαινύεαι shd. be read)]. (V. δαίω B.):—poet. Verb (used by Hdt.), give a banquet or feast, δαίνυ δαῖτα γέρουσι Il.9.70; ἔφασκες . . δαίσειν γάμον didst promise to give me a marriage-feast, 19.299, cf. Od.4.3, h.Ven.141, Pi.N.1.72; ὁτοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ Il.23.29, cf. Od.3.309; δ. ὑμεναίους, γάμους, E.IA123 (lyr.), 707.    2 c. acc. pers., feast one on a thing, τὸν . . Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε Hdt.1.162, cf. E.Or.15; ζῶν με δαίσεις thou shalt be my living feast, A.Eu.305.    II Med., have a feast given one, feast, in Hom. more freq. than Act., Il.15.99, al., cf. Pi.I.6(5).36, Hdt.1.211; δαίσασθαι γάμον Archil. l.c.    2 c. acc., feast on, eat, δαῖτα, ἑκατόμβας, κρέα, Od.3.66, Il.9.535, Od.12.30; κρέα δαίνυσθαι Hdt.3.18, Ant.Lib.18.2 (but c. gen., Id.11.7); ἐδαίσατο παῖδα S.Fr.771.5, cf. El.543; μίαν δ. τράπεζαν eat at a common table, Theoc.13.38: of fire, consume, Pi.N.9.24, S.Tr.765; of poison, ib.1088.

German (Pape)

[Seite 515] fut. δαίσω, eigtl. austheilen, zum Essen, vom Wirthe (Suid. εὐωχεῖν); δαίνυ δαῖτα γέρουσιν, gieb einen Schmaus, Il. 9, 70; τάφον, er gab einen Leichenschmaus, 23, 29; Od. 3, 309; δαίνυ γάμον Hom. hymn. Vener. 142; δαίσειν γάμον Il. 19, 299; γάμον δαίσαντα Pind. N. 1, 72; γάμους ἔδαισαν Eur. I. A. 707; εἰλαπίνας Call. Cer. 85; δαίσομεν ὑμεναίους Eur. I. A. 123; auch Sp., wie D. Sic. 5, 49; Dion. Hal. 1, 48; – τινά, Einen bewirthen, z. B. ἀνόμῳ τραπέζῃ Her. 1, 162; ζῶν με δαίσεις Aesch. Eum. 305; Eur. Or. 15. Abweichend = essen, bei Ath. XII, 530 f. – Med. δαίνυμαι (conj. δαινύῃ Od. 8, 243; opt. δαινῦτο Il. 24, 665, vgl. Scholl. Herodian.; δαινύατο Od. 18, 248; impf. δαίνυο Il. 24, 63; ἐδαινύμην Eubul. Ath. II, 63 e; δαισάμενοι Odyss. 7, 188); sich bewirthen lassen, schmausen, VLL. εὖωχεῖσθαι; absolut, Il. 15, 99; Her. 1, 211. 2, 100; Pind. I. 5, 36; δαῖτα Od. 3, 66; ἑκατόμβας Il. 9, 535; εἰλαπίνην Iliad. 23, 201; δαινύμενοι κρέα τ' ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ Odyss. 9, 162; κρέα Her. 3, 18 u. sonst; γάμον Archil. frg. 84; τράπεζαν δαίνυντο Theocr. 13, 38; Philostr. Uebertr., ἐχίδνης ἰὸς ἐδαίνυτο Soph. Tr. 782; δαίσασθαι ἵμερον τέκνων El. 543, genießen; πυραὶ δαίσαντο φῶτας Pind. N. 9, 24; auch in Anth.

Greek (Liddell-Scott)

δαίνῡμι: προστακτ. δαίνῡ, Ἰλ., μετοχ. –ύντα Ὀδ. Δ. 3· Ἐπ. παρατ. δαίνῡ, Ὅμ., δαίνυεν (ἐκ τοῦ δαινύω) Καλλ. εἰς Δήμ. 84· μέλλ. δαίσω, Ἰλ., Τραγ.· ἀόρ. ἔδαισα, Ἡρόδ., Τραγ.: -Μέσ., δαίνῠται Ἰλ. Ο. 99· β΄ ἑνικ. ὑποτακτ. δαινύῃ Ὀδ.· Ἐπ. γ΄ ἑνικ. εὐκτ. δαινῦτο (ἀντὶ -ύοιτο) Ἰλ. Ω. 665· γ΄ πληθ. εὐκτ. δαινύατο Ὀδ. Σ. 248· μετοχ. –ύμενος Κρατῖν. Ὀδ. 4· β΄ ἑνικ. παρατ. δαίνυ’ (δηλ. –υο) Ἰλ. Ω. 63· μέλλ. δαίσομαι Λυκ., κτλ., (μετα-) Ὅμ.· ἀόρ. ἐδαισάμην Ἀρχίλ., Πίνδ., κτλ.· δαισάμενοι Ὀδ. Σ. 407. [δαινῠῃ Ὀδ. Τ. 328, κτλ.· ἐντεῦθεν, ἀντὶ δαινῡῃ ἐν Θ. 243, ὁ Ahrens προτιμᾷ δαινῠε’, ὃ ἐ. δαινύεαι.] Ἴδε δαίω Β.) Ποιητ. ῥῆμ. (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδ.) =παρέχω γεῦμασυμπόσιον, δαίνυ δαῖτα γέρουσι Ἰλ. Ι. 70· ἔφασκες … δαίσειν γάμον, ὑπέσχεσο ὅτι θά μοι παρεῖχες συμπόσιον γάμου, Τ. 299, πρβλ. Ὀδ. Δ. 3· ὅ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ Ἰλ. Ψ. 29, πρβλ. Ὀδ. Γ. 309· οὕτω παρ’ Ἀττ., δ. ὑμεναίους γάμους Εὐρ. Ι. Α. 123, 707. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἑστιῶ, φιλεύω τινὰ μέ τι πρᾶγμα, τὸν… Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε Ἡροδ. 1. 162· ζῶν με δαίσεις, θὰ τραφῶ ἀπὸ σοῦ ζῶντος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 305, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 15. ΙΙ. Μέσ., ἀμτβ., συμποσιάζω, εὐωχοῦμαι, «χαροκοπῶ»· παρ’ Ὁμ. πολλῷ συχνότερον τοῦ ἐνεργητ., καὶ οὕτω παρὰ Πινδ. Ι. 6. 52, Ἡροδ. 1. 211. 2) μτβτ., καταναλίσκω, τρώγω τι, δαῖτα, ἑκατόμβας, κρέα Ὅμ.· οὕτω, κρέα δαίνυσθαι Ἡρόδ. 3. 18· ἐδαίσατο παῖδα Σοφ. Ἀποσπ. 123· δαίσασθαι γάμον, ἑορτάζειν γάμον διὰ συμποσίου, εὐωχίας, Ἀρχίλ. 90· μίαν δ. τράπεζαν, τρώγω εἰς κοινὴν τράπεζαν, Θεόκρ. 13. 38· -ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ πυρός, τοῦ δηλητηρίου, κτλ., Πίνδ. Ν. 9. 56, Σοφ. Τρ. 765, 1088.

French (Bailly abrégé)

f. δαίσω, ao. ἔδαισα, pf. inus.
1 propr. faire les parts (pour un repas) : δ. δαῖτά τινι IL donner un repas à qqn;
2 célébrer ou fêter par un repas;
Moy. δαίνυμαι (impf. ἐδαινύμην, f. δαίσομαι, ao. ἐδαισάμην, pf. inus.);
I. intr. prendre sa part d’un repas, festiner;
II. tr. manger ; avec idée de violence dévorer, consumer.
Étymologie: R. Δα, diviser, partager ; cf. δαίομαι.

English (Slater)

δαίνυμι (aor. δαίσαντα: med. δαινυμένων: aor. ἐδαίσατο, δαίσαντο)
   a act., celebrate by feasting καὶ γάμον δαίσαντα (Ἡρακλέα) πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ (N. 1.72)
   b med. feast
   I abs. καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις (P. 3.93) Ὑπερβορέωνπαῤοἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας (P. 10.31) ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον λτ; γτ; κύρησεν δαινᾰμένων. (κεῖνον supp. Schr., πάντων Tricl.) (I. 6.36)
   II c. acc., feast upon ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας (N. 9.24)

English (Slater)

δαίνυμι (aor. δαίσαντα: med. δαινυμένων: aor. ἐδαίσατο, δαίσαντο)
   a act., celebrate by feasting καὶ γάμον δαίσαντα (Ἡρακλέα) πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ (N. 1.72)
   b med. feast
   I abs. καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις (P. 3.93) Ὑπερβορέωνπαῤοἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας (P. 10.31) ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον λτ; γτ; κύρησεν δαινᾰμένων. (κεῖνον supp. Schr., πάντων Tricl.) (I. 6.36)
   II c. acc., feast upon ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας (N. 9.24)