δρομάς

Revision as of 12:09, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ,

   A running, πρός δ' ἔβαν δρομὰς ἐξ οἴκων E.Supp.1000 (lyr.); ἄντυξ δ. the whirling wheel, S. Ph.678 (lyr.); ὁλκάδες Ar.Fr.420; δ. κάμηλος dromedary, D.S.19.37, Str.15.2.10, J.AJ6.14.6, Plu.Alex.31: also with a neut., δρομάδι κώλῳ E.Hel.1301 (lyr.); δρομάσι βλεφάροις Id.Or.837 (lyr.).    2 wildly roaming, frantic, Ναΐς, παρθένος, Id.Hipp.549 (lyr.), Tr.42; Γαλλαὶ μητρὸς ὀρείης φιλόθυρσοι δρομάδες Lyr.Adesp.121.    II of certain fish, migratory, Arist.HA488a6.    III street-walker, Phryn. Com.33.

German (Pape)

[Seite 667] άδος, gew. fem., aber auch δρομάσι βλεφάροις, Eur. Or. 835; Φρύγες, Or. 1416; δρομάδι κώλῳ, Hel. 1317; laufend, umherschweifend; ἄμπυξ, vom Rade des Ixion, Soph. Phil. 674; κύνες, Eur. Bacch. 730; vgl. Suppl. 1000; auch ἡ δρομάς substantivisch für φοιβάς, die begeisterte Prophetin, Tr. 42; vgl. Hipp. 549; δρομάδες ὁλκάδες, Ar. bei Poll. 1, 83; κάμηλοι, Plut. Alex. 31; D. Sic. 19, 37. Bei Arist. H. A. 1, 1 von Fischen, wie 6, 17. Von geilen Frauen, läufisch, Phryn. com. bei Poll. 7, 203.

Greek (Liddell-Scott)

δρομάς: -άδος, ὁ, ἡ, δρομαῖος, τρέχων, προσέβην δρομὰς ἐξ οἴκων Εὐρ. Ἱκ. 1000· ἄμπυξ δρ., ὁ ταχέως περιστρεφόμενος κύκλος, Σοφ. Φ. 680· ἐπὶ πλοίων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 375· ― ὡσαύτως μετ’ οὐδετ., δρομάδι κώλῳ Εὐρ. Ἑλ. 1301· δρομάσι βλεφάροις ὁ αὐτ. Ὀρ. 837· 2) ὡς τὸ φοιτάς, ἀγρίως περιπλανώμενος, μανιώδης, ὁ αὐτ. Ἱππ. 549, Τρῳ. 42. ΙΙ. εἴδη τινὰ ἰχθύων, οἷον θύννοι, πηλαμύδες, ἀμίαι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 24. ΙΙΙ. ὁ περιτρέχων τὰς ὁδούς, περὶ πόρνης, Λατ. currax, Φρύν. Κωμ. Μουσ. 3.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ, τό)
adj.
qui court ; δρομὰς κάμηλος PLUT dromadaire litt. chameau coureur ; ἄμπυξ δρομάς SOPH l’essieu agile, càd la roue d’Ixion.
Étymologie: R. Δραμ, courir.

Spanish (DGE)

-άδος
I 1que corre o va a la carrera, raudo de pers. πρὸς δ' ἔβαν δ. ἐξ ἐμῶν οἴκων E.Supp.1000, de las Ninfas, Orph.H.51.6, esp. presa de delirio μεθῆκ' Ἀπόλλων δρομάδα Κασσάνδραν E.Tr.42, cf. Ba.731, ναΐς E.Hipp.549, Γάλλαι ... φιλόθυρσοι δρομάδες Lyr.Adesp.112.1, de partes del cuerpo δρομάδι κώλῳ E.Hel.1301
de anim. de carreras ἵππος δ. Plu.2.498b, Sch.E.Or.1416
δ. κάμηλος dromedario D.S.17.105, 19.37, Str.15.2.10, Liu.37.40.12, I.AI 6.364, Curt.5.2.10, Plu.Alex.31, Gp.16.22.7
de cosas que se mueve rápidamente, veloz ἄμπυξ de las ruedas, S.Ph.678, ὁλκάδες Ar.Fr.439
fig. δρομάσι ... βλεφάροις con ojos erráticos, extraviados E.Or.837.
2 esp. de peces migratorio οἷον οὓς καλοῦσι δρομάδας, θύννοι, πηλαμύδες ... Arist.HA 488a6, cf. 570b21.
II subst.
1 ἡ δ. la que hace la carrera, buscona, sinón. de hetera Phryn.Com.34, Hsch.
2 dud., n. de una danza Hsch.δ 2397 (cj. add.p.509).