δρομαῖος
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.Alc.245 (lyr.):—
A running at full speed, swift, κἀγὼ δρομαία βᾶσα S.Tr.927; οὐχ ὡς δρομαῖος πῶλος E.Hel.543; νεφέλας δρομαίου Id.Alc. l. c.; χωρεῖ δρομαίαν Id.Fr.495.4; δρομαίαν πτέρυγ' ἐκτείνων Ar.Pax 160: in Prose, λαγὼς δρομαῖος = a hare run by hounds, opp. εὐναῖος, X.Cyn.5.9; ἴχνη δρομαῖα, opp. εὐναῖα, the track of a running hare, ib.3.8: metaph., δρομαία τῆς ψυχῆς ὁρμή Alcid. ap. Arist.Rh.1406a23. Adv. δρομαίως Sch.E.Or.1416.
II epithet of Apollo, as patron of racing, Plu.2.724c, IG5(1).497, al. (Sparta).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον E.Alc.245]
I 1de pers. y anim. que corre, que va a la carrera gener. en función pred. κἀγὼ δρομαία βᾶσα S.Tr.927, ὡς δρομαία πῶλος E.Hel.543, ἐκ θιάσων δρομαίων E.Ba.136, δρομαῖος εἰς τὸν μέγαν οἶκον εἰσεπήδησε Ph.2.599, λαγῷ (op. εὐνοί) X.Cyn.5.9, νόθον ἴχνος ἀραμένα δρομαία λέαινα de la esfinge AP 14.63 (Mesom.) cf. E.Or.45, D.S.10.4.6, Aesop.107, I.AI 18.228, Luc.Alex.14, Proteu.15.2, Hld.1.27.3, A.Io.49.3, δ. παρεγένετο ὁ Ἰησοῦς Eu.Barth.p.14, en meton. δρομαῖον ὁρμήσω πόδα Ar.Ra.478, δρομαίαν πτέρυγ' ἐκτείνων paród., Ar.Pax 160
•fig. rápido, raudo, que va muy deprisa δῖναι νεφέλας δρομαίου E.l.c., δρομαίᾳ τῇ τῆς ψυχῆς ὁρμῇ Alcid.26.
2 de abstr. propio del que va a la carrera δρομαῖον ... πολυπλάνητον ... πόνον ref. a la búsqueda de Perséfone por Deméter, E.Hel.1319, τὰ ... δρομαῖα (ἴχνη) el rastro de los animales que van a la carrera X.Cyn.3.8, cf. 5.7.
3 protector de las carreras epít. de Apolo en Creta y Lacedemonia, Plu.2.724c, en Esparta IG 5(1).497.13, 589.7 (ambas imper.).
II adv.
1 ac. adverb. δρομαίαν a la carrera πρὸς αὐτὸν πάλιν ὑποστρέψας πόδα χωρεῖ δρομαίαν E.Fr.495.4.
2 δρομαίως = a la carrera, corriendo ἀπῄει δρομαίως πρὸς τὸν Σολομῶντα T.Sal.1.11, cf. Aesop.152.2, Zos.Alch.Comm.Gen.10.30, Epiph.Const.Haer.66.8.1, Chrys.M.50.615, Pall.V.Chrys.5.165, Sch.E.Or.1416D.
German (Pape)
[Seite 667] auch 2 Endgn, Eur. Alc. 248, laufend; δρομαία βᾶσα Soph. Tr. 923; δεμνίων ἄπο πηδᾷ δρομαῖος Eur. Or. 45, wie θίασοι δρομαῖοι Bacch. 136, u. öfter; ἐφ' ἃς ἐγὼ δρομαῖον ὁρμήσω πόδα Ar. Ran. 478; u. in Prosa, wie Xen. τὰ ἴχνη δρομαῖα, den εὐναῖα entgeggstzt. die Fährte des laufenden Wildes, Cyn. 3, 8; δρομαῖος ἵετο Luc. Alex. 14; übertr., δρομαίᾳ τῆς ψυχῆς ὁρμῇ Alcidam. bei Arist. rhet. 3, 3.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 qui va en courant, vite, agile;
2 protecteur des courses, qui préside aux courses (Apollon);
3 qui est sur un char.
Étymologie: δρόμος.
Russian (Dvoretsky)
δρομαῖος: и
1 бегущий, мчащийся (λαγώς Xen.); ἴχνη δρομαῖα Xen. следы бегущего зверя; δ. κάμηλος Plut. дромадер; δρομαῖος βάς Soph. прибежавший;
2 быстрый, проворный (πῶλος Eur.; νεφέλη, πτέρυξ Arph.);
3 покровительствующий беговым состязаниям (Ἀπόλλων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δρομαῖος: -α, -ον, ἢ (ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 244) ος, ον· ― τρέχων, ταχύς, «τρεχᾶτος», κἀγὼ δρομαία βᾶσα Σοφ. Τρ. 927· οὐχ ὡς δρομαία πῶλος Εὐρ. Ἑλ. 543· νεφέλας δρομαίου ὁ αὐτ. Ἀλκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· δρομαίαν πτέρυγ’ ἐκτείνων Ἀριστοφ. Εἰρ. 160· ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, λαγὼς δρ., ὃν καταδιώκουσι κύνες, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ εὐναῖος, Ξεν. Κύρ. 5, 9· ἴχνη δρομαῖα, τὰ ἴχνη τρέχοντος λαγωοῦ, αὐτόθι 3. 8· δρ. κάμηλος, ἡ δρομὰς λεγομένη, Πλούτ. Ἀλεξ. 31. ― Ἐπίρρ. δρομαίως, Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 1416.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM δρομαῖος -α, -ον και -ος, -ον)
τρεχάτος («έφυγε δρομαίος»)
νεοελλ.
1. γοργοπόδαρος, ο ικανός να τρέχει
2. (το αρσ. ως ο υ σ.) ο δρομαίος
ονομασία του πτηνού εμού της οικογένειας δρομαιίδες
αρχ.
1. (επίθ. του Απόλλωνος) ο προστάτης τών αγώνων
2. φρ. α) «δρομαῖος λαγωός» — αυτός που τον κυνηγούν
β) «δρομαῖα ἴχνη» — τα ίχνη του γρήγορου λαγού.
Greek Monotonic
δρομαῖος: -α, -ον και -ος, -ον (δρόμος), αυτός που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, ταχύς, γρήγορος, σβέλτος, σε Σοφ., Ευρ.· δρ. κάμηλος, κάμηλος η δρομάς, σε Πλούτ.
Middle Liddell
adj δρόμος
running at full speed, swift, fleet, Soph., Eur.; δρ. κάμηλος a dromedary, Plut.
English (Woodhouse)
swift, a run, at a run, at full speed, at full tilt
Mantoulidis Etymological
(=γρήγορος). Ἀπό το δρόμος τοῦ τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.