πιστικός

Revision as of 15:44, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (ab2)

English (LSJ)

(A), ή, όν, (πίνω)

   A liquid, νάρδος Ev.Marc.14.3, Ev.Jo.12.3.
πιστικός (B), ή, όν, (πίστις)

   A faithful, Vett.Val.10.14, Cat.Cod. Astr.8(4).169 ; γυνὴ π. καὶ οἰκουρός Artem.2.32. Adv. -κῶς, ἔχειν πρὸς ἀλλήλους Plu.Pel.8 : Sup. -ώτατα Hld.3.9.    2 late spelling of πειστικός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 620] 1) zum Glauben, zur Treue gehörig, treu, πιστικῶς ἔχειν τινί, Plut. Pelop. 8. – 2) = πειστικός, überzeugend, überredend; ῥήτωρ, Plat. Gorg. 455 a; λόγοι, Xen. Cyr. 1, 6, 10; Arist. rhet. 1, 2. trinkbar, flüssig, N. T., νάρδος, was Andere erklären = Vertrauen erweckend, sich als echt ankündigend.

Greek (Liddell-Scott)

πιστικός: (Α), ή, όν, (πίνω) ὑγρός, ῥευστός, νάρδος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 3, κ. Ἰω. ιβ΄, 3· πρβλ. πιστός (Α)· ― ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ πίστις, γνήσιος, καθαρός, ἄμικτος.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
fidèle.
Étymologie: πιστός¹.
2ή, όν :
potable ; liquide.
Étymologie: πιστός².

English (Abbott-Smith)