εὐλογέω

Revision as of 17:48, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

impf. εὐλόγουν or ηὐλ- Ar.Ec.454, Isoc.12.206: fut. -ήσω E.Hec.465 (lyr.): aor. εὐλόγησα or ηὐλ- LXX Ge.1.22,al.: inf.

   A εὐλογῆσαι Ar.Eq.565: pf. εὐλόγηκα LXX Nu.23.11:—Pass., with fut. Med. εὐλογήσομαι (v.l. -ηθήσομαι, as always in LXX, 2 Ki.7.29,al.) Isoc.9.5: aor. εὐλογήθην Phalar.Ep.119.3 (opt.): pf. εὐλόγημαι LXX Ru.2.19:—speak well of, praise, πόλιν A.Ag.580; πατέρα τὸν ἀμόν S.Ph.1314, cf.Ar.Eq.1.c., E.Hec.1.c.,al., Isoc.ll.cc.; deliver a panegyric upon, Arist.Rh.Al.1426a3: with neut. Adj., εὐ. καὶ δίκαια κἄδικα Ar.Ach.372, cf. Ec.454; θεοὶ εὐλογοῦσί τινα honour him, E. Supp.927:—Pass., ἐπαίνοις εὐλογούμενον πέδον S.OC720; τὸν ἐν Δωδῶνι δαίμον' εὐλογούμενον Id.Fr.461.    II of God or men, LXX Ge.35.9,al., Act.Ap.3.26,al.: freq. in pf. part. Pass. εὐλογημένος, as LXX De.28.3,Ev.Luc.1.28.    2 bless, praise a god, OGI73 (Egypt), cf. εὐ. τὴν Εἶσιν (sic) CIG4705c (ibid.); σου τὰς δυνάμεις Buresch Aus Lydien 113; so in LXX and NT, Jo.22.23,al., Ep.Jac.3.9.    3 also, apptly. by a Hebr. euphemism, curse, LXX 3 Ki.20(21).10, cf. Jb.2.5.

German (Pape)

[Seite 1078] (= εὖ λέγειν, Plut. Alex. 53 in einer Stelle aus Eur.), gut von Einem sprechen, loben, preisen, πόλιν καὶ τοὺς στρατηγούς Aesch. Ag. 566; Soph. Phil. 1314; pass., O. C. 720; Eur. Ion 137; τοὺς πατέρας Ar. Equ. 565, der auch ἐάν τις αὐτοὺς εὐλογῇ καὶ τὴν πόλιν ἀνὴρ ἀλαζὼν καὶ δίκαια καὶ ἄδικα vrbdí, Ach. 372, wie πλεῖστα τὰς γυναῖκας Eccl. 454, er rühmte Viel an ihnen; τινὰ ἐπί τινι, Luc.; Ggstz κατηγορεῖν, Plat. Min. 320 e; οὓς δὲ ἐπιτιμᾶν δέον εὐλογεῖς αὐτούς Isocr. 12, 206, vor Bekker, der εἰ μὲν εὐλόγεις αὐτούς lies't. – Bei den LXX., N. T. u. K-S. = segnen, im Ggstz von καταρᾶσθαι, auch = danken. – Εὐλογητός, gelobt, gepriesen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλογέω: παρατ. εὐλόγουν ἢ ηὐλ- Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 454: μέλλ. -ήσω Εὐρ. Ἑκ. 465: ἀόρ. εὐλόγησα ἢ ηὐλ- Ἑβδ. ἀπαρ. εὐλογῆσαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 565: πρκμ. εὐλόγηκα Ἑβδ.: - Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. εὐλογήσομαι (διαφ. γραφ. -ηθήσομαι, ὡς ἀείποτε παρὰ τοῖς Ἑβδ.) Ἰσοκρ. 190Α: ἀόρ. εὐλογήθην Φαλάριδος Ἐπιστ. 4· πρκμ. εὐλόγημαι Ἑβδ. Λέγω καλοὺς λόγους περί τινος, ἐπαινῶ τινα, πόλιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 580· πατέρα τὸν ἀμὸν Σοφ. Φιλ. 1314, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ συχνὸν παρ’ Εὐρ.· ὡσαύτως μετ’ οὐδ., ἐπιθ., δίκαια εὐλ. τινα, δικαίως ἐπαινεῖν τινα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 372, πρβλ. Ἐκκλ. 454· - θεοὶ εὐλογοῦσί τινα, τιμῶσιν αὐτόν, Εὐρ. Ἱκ. 927 συχν. ἐν μεταγεν. Ἐπιγραφ., εὐλογεῖ τὸν θεὸν Πτολεμαῖος… Ἰουδαῖος Συλλ. Ἐπιγρ. 483c, πρβλ. (ἐν προσθήκαις) 4705b, c, κ. ἀλλ. - Παθ., ἐπαίνοις εὐλογούμενον Σοφ. Ο.Κ. 720· τὸν ἐν Δωδῶνι δαίμον’ εὐλογούμενον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1401. ΙΙ. δίδω τὴν εὐλογίαν μου, εὐλογῶ, συχνὸν παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῇ Καινῇ Διαθ. 2) ὡσαύτως, κατά τινα Ἑβρ. εὐφημισμόν, καταρῶμαι, Ἑβδ. (Γ΄Βασιλ. Κ΄10), ἴδε Field. (Ἑξαπλᾶ) Ἰὼβ Β΄, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler avec bienveillance, dire du bien, louer, célébrer.
Étymologie: εὔλογος.

Spanish

bendecir

English (Strong)

from a compound of εὖ and λόγος; to speak well of, i.e. (religiously) to bless (thank or invoke a benediction upon, prosper): bless, praise.