χόρτος

Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

ὁ, prop.

   A enclosed place (v. sub fin.), but always with collat. notion of a feeding-place: in Il., farmyard, in which the cattle were kept, αὐλῆς ἐν χόρτῳ 11.774; αὐλῆς ἐν χόρτοισι 24.640.    2 generally, any feeding-ground, pasturage, freq. in pl., χόρτοι λέοντος, of Nemea, Pi.O.13.44; χόρτοι εὔδενδροι E.IT134 (lyr.); χόρτος οὐρανοῦ the expanse of heaven, Poet. ap. Hsch.    II fodder, provender, esp. for horses and cattle, Hdt.5.16 (of fish); θηρῶν ὀρείων χόρτον, οὐχ ἵππων λέγεις E.Alc.495; grass, Hes.Op.606, E.Rh.771, 1 Ep.Cor.3.12; χ. κοῦφος hay, X.An.1.5.10; χ. ἐβλάστησεν, ἐξηράνθη, Ev.Matt.13.26, 1 Ep.Pet.1.24; ἄνθος χόρτου Ep.Jac.1.10: opp. σῖτος (food for man), Hdt.9.41, X.Cyr.8.6.12; χόρτον ἔχει ἔπὶ τοῦ κέρατος as translation of the Lat. proverb, foenum habet in cornu, of a dangerous ox, Plu.Crass.7.    b green crop, [γῆ] ἐσπαρμένη χόρτῳ PTeb.27.72 (ii B. C.), al.    2 Poet., food generally, δούλιος χ. Hippon. 35.6, cf. E.Cyc.507 (lyr.), Crates Theb.10; cf. χορτάζω. (Cf. Lat. hortus, Welsh garth 'fold, enclosure', Irish gort 'crop', 'field'.)

German (Pape)

[Seite 1367] ὁ, 1) ein ringsum eingeschlossener, bes. mit Bäumen umpflanzter Platz, Gehege, Hof, innerer Hofraum; αὐλῆς ἐν χόρτῳ Il. 11, 774; bes. der Viehhof, wo sich zugleich die Miststätte befand, αὐλῆς ἐν χόρτοισιν 24, 640; auch der Weideplatz im Freien, die Trift, auch im plur., Sp. – Dah. χόρτοι λέοντος, der mit Wald umgebene Wohnort, der Weideplatz des nemeischen Löwen, Pind. Ol. 13, 43; χόρτοι εὔδενδροι Eur. I. T. 134, vgl. Cycl. 504; Sp., καὶ ὕλη Plut. Rom. 8. – Uebertr., χόρτος οὐρανοῦ, der Himmelsraum, poet. bei Hesych. – 2) das Futter, bes. für das Vieh; θηρῶν ὀρείων χόρτον, οὐχ ἵππων λέγεις Eur. Alc. 498; für Pferde, Rhes. 771; sowohl grünes als trockenes Gras, Heu, Hes. O. 608, später und in Prosa die gewöhnliche Bdtg des Wortes; χόρτος κοῦφος, Heu, Xen. An. 1, 5,10. – Im Allgemeinen, Nahrung, Lebensmittel, Fourage, Her. 5, 16. 9, 41; auch für Menschen, δούλιος χόρτος Hippon. frg. 20 bei Ath. VI, 304 b.

Greek (Liddell-Scott)

χόρτος: ὁ, κυρίως τόπος περιπεφραγμένος (ἴδε ἐν τέλ.), ἀλλ’ ἀείποτε, ὡς φαίνεται, μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας τοῦ τόπου πρὸς βοσκὴν ἢ τροφήν· ἐν Ἰλ., ἀγροτικῆς οἰκίας αὐλή, τὸ μέρος τῆς αὐλῆς, ἐν ᾧ ἐτηροῦντο οἱ βόες, κλπ., αὐλῆς ἐν χόρτῳ Λ. 774· αὐλῆς ἐν χόρτοισι Ω. 640· - ἀκολούθως, 2) καθόλου, πᾶς τόπος ἐν ᾧ τρέφεται ζῷόν τι, χόρτοι λέοντος Πινδ. Ο. 13. 62. (ἴδε βοτάνη)· χόρτοι εὔδενδροι Εὐρ. Ι. Τ. 134· χόρτος οὐρανοῦ, ἡ ἔκτασις τοῦ οὐρανοῦ, τὸ στερέωμα, Ποιητὴς παρ’ Ἡσυχ.· πρβλ. δύσχορτος, σύγχορτος. - Ἡ λέξις ταχέως μετέπεσεν ἐκ τῆς πρώτης ταύτης σημασίας εἰς τὴν ἑπομένην. ΙΙ. τροφὴ μάλιστα βοῶν, ἵππων, κλπ., «χορτάρι», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 608, Ἡρόδ. 5. 16, Εὐρ. Ρῆσ. 771, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. κ. γ΄, 12· ὁ δὲ ξηρὸς χόρτος ἐλέγετο κυρίως χόρτος κοῦφος Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· - θηρῶν ὀρείων χόρτον, οὐχ. ἵππων λέγεις Εὐρ. Ἄλκ. 495, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 16· χόρτος ἐβλάστησεν, ἐξηράνθη Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 26· ἄνθος χόρτου Ἐπιστ. Ἰακώβου α΄, 10, 1, Πέτρου α΄, 24· ἀντίθετ. τῷ σῖτος (τροφὴ τοῦ ἀνθρώπου), Ἡρόδ. 9. 41, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 6, 12· - χόρτον ἔχει ἐπὶ τοῦ κέρατος, ὡς μετάφρασις τῆς Λατ. παροιμίας foenum habel in cornu, ἐπὶ μαινομένου βοός, Πλουτ. Κράσσ. 7. 2) Οἱ ποιηταὶ ποιοῦνται χρῆσιν τῆς λέξεως ἐπὶ πάσης τροφῆς καθόλου, δούλιος χόρτος Ἱππῶναξ 26 (20). 6, Εὐρ. πρβλ. Κύκλ. 507, Ἀνθ. Π. (Παράρτ.), 47· καὶ τὸ χορτάζω κεῖται παρὰ τοῖς κωμικοῖς ἐπὶ ἀνθρώπων. - (Πρβλ. Λατ. hort-us, cohors (cohort-is)· Γοτθ. gard-s, Ἀρχ. Σκανδ. garò-r, Ἀγγλο-Σαξον. geard, Aggl. gard-en, garth, yard· Σλαυ. grad-u· κλπ).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. lieu entouré d’arbres et de haies, enceinte ; particul. enceinte d’une cour;
II. herbe, particul. :
1 fourrage vert ou sec : χόρτος κοῦφος XÉN fourrage léger, càd foin;
2 pâture des animaux en gén.
3 p. ext. nourriture grossière.
Étymologie: R. Χερ, prendre, saisir, contenir ; cf. lat. hortus et cohors.

English (Autenrieth)

(cf. hortus): enclosure, Il. 11.774 and Il. 24.640.

English (Slater)

χόρτος
   1 pasture ὅσσα τ' ἐν Δελφοῖσιν ἀριστεύσατε ἠδὲ χόρτοις ἐν λέοντος (at Nemea) (O. 13.44)

Spanish

hierba

English (Strong)

apparently a primary word; a "court" or "garden", i.e. (by implication, of pasture) herbage or vegetation: blade, grass, hay.