διστάζω
English (LSJ)
fut.
A -άσω Phld.Sign.1, al.: (δίς):—doubt, hesitate, abs., Pl. Tht.190a, Ion534e, etc.; δ. εἰ . . Id.Lg.897b, BGU388i17 (ii/iii A. D.); μή . . Pl.Sph.235a; μή ποτε, c. ind., Phld.Sign.13, 21; πῶς . . Arist.EN1112b2; πότερον . . Id.Metaph.1091a14; περί τι Id.EN1112b8; περί τινος Plu.2.62a:—Pass., to be in doubt, D.S.17.9; τὰ -όμενα OGI315.66 (Pessinus), Phld.Lib.p.23 O.
German (Pape)
[Seite 643] (δίς), zweifeln, ungewiß sein; absolut, Plat. Theaet. 190 a; ὅτι, Ion 534 e; εἰ ἑτέρως ἔχει Legg. X, 897 b; μὴ – τυγχάνοι Soph. 235 a; πῶς γραπτέον Arist. Eth. 3, 5; περί τινος, Plut. discr. ad. et am. 29. – Auch im pass., bezweifelt werden; παρουσία δισταζομένη, worüber man ungewiß ist, D. Sic. 17, 9.
Greek (Liddell-Scott)
διστάζω: μέλλ. -άσω (δὶς) ἀμφιβάλλω, εὑρίσκομαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἐν δισταγμῷ ἀπολ., Πλάτ. Θεαίτ. 190Α, κτλ.· δ. ὅτι… ὁ αὐτ. Ἴωνι 534Ε· δ. εἰ… Νόμ. 897Β· μὴ… Σοφ. 235Α· πῶς… Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 8· πότερον… ὁ αὐτ. Μεταφ. 13. 3, 15· περί τι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 9· περί τινος Πλούτ. 2. 62Α· ― δισταζόμενος, ἀμφιβάλλων, ἀβέβαιος, Διόδ. 17. 9, ― Πρβλ. δοάζω.
French (Bailly abrégé)
douter, être dans l’incertitude.
Étymologie: δίς, ἵστημι.
Spanish (DGE)
1 dudar, vacilar ὅταν ... τὸ αὐτὸ ἤδη φῇ καὶ μὴ διστάζῃ Pl.Tht.190a, cf. Io 534e, ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας Eu.Matt.14.31, cf. 28.17, ISyène 252.9 (III/IV d.C.)
•dudar, preguntarse c. περί y ac. o gen. περὶ αὐτάς Arist.EN 1112b8, περὶ δὲ τὸ ὄνομα Ath.Al.Syn.41.1, μηδὲν δίσταζε περὶ ἐμοῦ no te preocupes por mi en una carta PMich.491.10 (II d.C.), περὶ λουτροῦ καὶ τροφῆς Plu.2.62a, περὶ τῆς συνθέσεως A.D.Synt.329.6, c. interr. indir. εἰ ἑτέρως πως ἔχει Pl.Lg.897b, cf. IUrb.Rom.1536 (II d.C.), BGU 388.1.17 (II/III d.C.), πότερον ἐάσωμεν αὐτὸ ἢ ἐπισκεψόμεθα ἄλλον τρόπον Pl.Tht.187d, cf. Arist.Metaph.1091a14, οὐ γὰρ διστάζομεν πῶς γραπτέον Arist.EN 1112b2, ᾗ δ' ἀπονεύσω, διστάζω AP 12.89, τίνι δῷς ἢ τίνι μὴ δῷς Herm.Mand.2.4, c. μή e ind., Pl.Sph.235a, Plb.12.26c.2, Phld.Sign.13.36, AP 11.72 (Loll.), c. ὡς Longin.28.1, c. μήποτε y subj. Aristeas 53
•en v. pas. ser puesto en duda, ser dudoso αἱ μὲν συμμαχίαι τοῖς Θηβαίοις δισταζομένην εἶχον παρουσίαν la venida de los aliados era puesta en duda por los tebanos D.S.17.9, τὸ δισταζόμενον lo que está en duda, UPZ 110.57 (II a.C.), τὰ δισταζόμενα los casos dudosos, que plantean dudas, OGI 315.66 (Pesinunte II a.C.), Phld.Lib.fr.47.2, c. interr. indir. διστάζεται εἰ σοφός, ὅτι τύραννος IUrb.Rom.1536 (II d.C.).
2 crist. no creer, carecer de fe περὶ τῆς τοῦ θεοῦ δυνάμεως 1Ep.Clem.11.2, περὶ τῆς τοῦ σώματος ἀναστάσεως Ath.Al.Inc.31.22, περὶ θεοῦ Clem.Al.Strom.7.10.55.
• Etimología: Deverbativo de δίζω, o quizá denom. del comp. *δϝι-στ-ος, cf. ai. dviṣṭha- ‘de doble sentido’, anórd. tvistr ‘dividido’, ‘triste’, cuyo segundo término sería la r. de ἵστημι, q.u.
English (Strong)
from δίς; properly, to duplicate, i.e. (mentally) to waver (in opinion): doubt.