χειροποίητος

Revision as of 18:09, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

English (LSJ)

ον,

   A made by hand, artificial, opp. αὐτοφυής (natural), σκῆπτρον Hdt. 1.195; λίμνη 2.149; ἔργον Pl.Criti.118c; ὁδός X.An.4.3.5; τείχη J.BJ4.10.5; γήλοφος, τέλμα Jul.Or.2.63b, 65c: freq. in LXX of idols, Is.2.18, al.; φλὸξ χ. a fire intentionally kindled, opp. ἀπὸ ταὐτομάτου, Th.2.77; so λιμός, opp. αὐτόματος, Procop.Arc.26; ἀνάγκη, τέχνη, Id.Goth.4.26,22. Adv. χειρό-τως Plb.10.10.12: χ.ὠχύρωτο, opp. φύσει, J.BJ7.8.3.

German (Pape)

[Seite 1346] durch Menschenhände gemacht, künstlich; Her. 1, 195. 2, 149; Plat. Critia. 118 c; Ggstz ἀπὸ ταὐτομάτου, Thuc. 2, 77; Xen. An. 4, 3,5 u. Sp., wie Pol. 1, 75, 4 u. öfter; D. Hal.; auch adv., Pol. 10, 10, 12.

Greek (Liddell-Scott)

χειροποίητος: -ον, ὁ διὰ χειρὸς πεποιημένος, τεχνητός, ἀντίθετον τῷ αὐτοφυὴς (φυσικός), σκῆπτρον Ἡρόδ. 1. 195· λίμνη 2. 149· ἔργον Πλάτ. Κριτί. 118C· ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 4. 2, 5 φλὸξ χ., πῦρ ἐπίτηδες ἀναφθέν, ἀντίθετον τῷ ἀπὸ ταὐτομάτου, Θουκ. 2.77· - συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἐπὶ τῶν εἰδώλων, πρβλ. Χρησμ. Σιβ. 3. 605. Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. 10. 10, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait de main d’homme.
Étymologie: χειροποιέομαι.

English (Strong)

from χείρ and a derivative of ποιέω; manufactured, i.e. of human construction: made by (make with) hands.

English (Thayer)

χειροποίητον (χείρ and ποιέω), made by the hand i. e. the skill of man (see ἀχειροποίητος): of temples, Sept. of idols; of other things, occasionally in Herodotus, Thucydides, Xenophon, Polybius, Diodorus.)