ὄζω
English (LSJ)
Dor. ὄσδω Theoc.1.149 (cf. also III infr.): impf.
A ὦζε Crates Com.2 (cj. Pors. for ὦ Ζεῦ): fut. ὀζήσω Ar.V.1059; Ion. ὀζέσω Hp. Superf.25, Gp.12.29.5, Eust.1523.39, An.Ox.2.396 : aor. ὤζησα Ar.Fr. 635 ; Ion. ὤζεσα Hp.Superf.25, LXX Ex.8.14(10): pf. ὤζηκα Phot. ; but pf. with pres. sense ὄδωδα Phylarch.10 J., AP7.30 (Antip. Sid.), Plu.2.916d, Aret.SA1.9 : plpf. as impf. ὠδώδειν Plu.Alex.20 ; Ep. ὀδώδειν (v. infr.):—smell, whether smell sweet or stink, Hom. only in 3sg. plpf. with sense of impf., ὀδμὴ κέδρου . . ἀνὰ νῆσον ὀδώδει Od.5.60 ; ὀδμὴ δ' ἡδεῖα ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει, of wine, 9.210 : later c. gen.rei, freq. with neut. Adj. or Adv. added, smell of a thing, τόδ' ὄζει θυμάτων A.Ag. 1310 ; ὄζων τρυγός Ar.Nu.50 ; βύρσης κάκιστον ὄζων Id.Eq.892, cf. V. 38 ; also ὠδώδει ὑπὸ μύρων ὁ οἶκος Plu.Alex.20 : metaph., smell or savour of a thing, Κρονίων ὄζων smelling of musty antiquity, Ar.Nu. 398, cf. 1007, Ach.192, Lys.616 ; καλοκἀγαθίας X.Smp.2.4; that from which the smell comes is also in gen., ὄζων κακὸν τῶν μασχαλῶν Ar. Ach.852 ; τοῦ στόματος Pherecr.67 : so c. dupl. gen., τῆς κεφαλῆς ὄζω μύρου Ar.Ec.524 ; v. infr. 11. II freq. impers., ὄζει ἀπ' αὐτῆς ὡσεὶ ἴων there is a smell from it as of violets, Hdt.3.23 ; ὄζει ἡδὺ τῆς χρόας there is a sweet smell from the skin, Ar.Pl.1020 ; τῆς γῆς ὡς γλυκὺ ὄζει Cratin.Jun.1 ; ὄζειν ἐδόκει τοῦ ἄρτου καὶ τῆς μάζης κάκιστον there seemed to be a most foul smell from... Lys.6.1 ; οὐκ ὄζει αὐτῶν (sc. τῶν λαγῶν) no scent of the hares remains, X.Cyn.5.1, cf.7 : c. dupl. gen., ἱματίων ὀζήσει δεξιότητος there will be an odour of cleverness from your clothes, Ar.V.1059, cf. Pax529 ; ἀπὸ στόματος . . ὄζει ἴων, ὄζει δὲ ῥόδων, ὄζει δ' ὑακίνθου Hermipp.82.8 ; ὄζει ἐκ τοῦ στόματος μελικήρας Pherecr.25. III Med., κακὸν ὀζόμενος, for ὄζων, Hp.Loc.Hom. 12 ; οἶνος . . ἄνθεος ὀσδόμενος Xenoph.1.6 ; δριμὺ ὀσδομένου τοῦ σώματος PSI4.297.3 (ca. v A. D.). (Cf. Lat. odor, Lith. uodžiu 'I smell'.)
German (Pape)
[Seite 295] (οδ), fut. ὀζήσω, ion. auch ὀζέσω, Hippocr., perf. mit Präsensbedeutung ὄδωδα, riechen, intrans., einen Geruch von sich geben; sowohl von Wohlgerüchen, ὀδμὴ κέδρου εὐκεάτοιο θύου τ' ἀνὰ νῆσον ὀδώδει, Od. 5, 60, vgl. 9, 210, als auch stinken; τινός, wonach riechen, τόδ' ὄζει θυμάτων ἐφεστίον, Aesch. Ag. 1283; Hermipp. Ath. I, 29 e; τῶν ἱματίων ὀζήσει δεξιότητος, Ar. Vesp. 1059, der auch sagt τὸν ἄνδρα δεῖ ἀνδρὸς ὄζειν, Lys. 663, wie ὡς ἄν, ὦ γυναῖκες, ὄζωμεν γυναικῶν, 687, u., mit anderer Wendung, ὄζειν ἡδὺ τῆς χρόας, Plut. 1020, wie κακὸν τῶν μασχάλων, Ach. 817, u. übertr. πλεόνων καὶ μειζόνων πραγμάτων, Lys. 616, wie auch wir sagen: nach Etwas riechen oder schmecken; ὦζεν οἴνου, Anacr. 1, 8; κάκιστον τοῦ ἄρτου ὄζειν, Lys. 6, 1; oft bei Sp., ὀδωδὸς μοχθηρίας, Plut. Symp. 6, 7, 2, u. übertr. ὄζει λήρου βεκκεσελήνου, plac. phil. 1, 7; de vit. aer. al. 2 u. öfter. Anders ὄζειν ἐκ τοῦ στόματος, Phereer. bei Ath. XIV, 648 c; οὗ καὶ ἀπὸ στόματος ὄζει ἴων ὀσμὴ θεσπεσία, Hermipp. ib. I, 29 e; vgl. ὄζειν δ' ἀπ' αὐτῆς (κρήνης) ὡςεὶ ἴων, Her. 3, 23. – Auch unpersönlich, ὄζει, ὄδωδεν, es riecht, duftet, stinkt, Xen. Cyn. 5. 1. 7, τινός. – Hippocr. braucht auch das med., = activ.
Greek (Liddell-Scott)
ὄζω: Δωρ. ὄσδω Θεόκρ.˙ παρατ. ὦζε Κράτης ἐν «Γείτοσι» 2˙ μέλλ. ὀζήσω Ἀριστοφ. Σφ. 1059, Ἰων. ὀζέσω Ἱππ. 252. 52 κἑξ., Εὐστ. 1523. 39, Ἀν. Ὀξων. 3. 396˙ ἀόρ. ὤζησν Ἀριστοφ. Ἀποσπάσ. 538, Ἰων. ὤζεσα Ἱππ. 252. 50˙ πρκμ. ὤζηκα μόνον παρὰ Φωτ.˙ ἀλλὰ πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ. ὄδωδα, Ἀνθολ., Πλούτ.˙ καὶ ὑπερσυντ. ὡς παρατ. ὠδώδειν αὐτόθι, Ἐπικ. ὀδώδειν Ὀδ. (Ἡ √ΟΔ φαίνεται ἐν τῷ ὄδωδα καὶ ταῖς λέξ. ὀδμή, ὀδωδή˙ πρβλ. Λατιν. od-or, od-orari, ὡσαύτως, olfacere· Λιθ. rid-ziu (oleo)). Ἔχω ὀσμήν, «μυρίζω», εἴτε ἐπὶ εὐωδίας, εἴτε ἐπὶ δυσωδίας ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. ἐν τῷ γ΄ ἑν. τοῦ ὑπερσ. μετὰ σημασ. παρατ., ὀδμὴ κέδρου ... ἀνὰ νῆσον ὀδώδει Ὀδ. Ε. 60˙ ὀδμὴ δ’ ἡδεῖα ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει, ἐπὶ οἴνου, Ι. 210˙ - ἀκολούθως μετὰ γεν. πράγμ. προστιθεμένου συχνάκις καὶ οὐδετέρου ἐπιθέτ. ἢ ἐπιρρ., ἔχω ὀσμὴν πράγματός τινος, τόδ’ ὄζει θυμάτων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1310˙ ὄζων τρυγὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 50˙ βύρσης κάκιστον ὄζων ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 892, πρβλ. Σφ. 38˙ οὕτως, ὠδώδει ὑπὸ μύρων ὁ οἶκος Πλουτ. Ἀλέξ. 20˙ ὡσαύτως, μεταφορ., ἔχω τὴν ὀσμὴν πράγματός τινος, Λατ. sapere aliquid, Κρονίων ὄζων, ἔχων ὀσμὴν ἀρχαιότητος, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 398, πρβλ. 1007, Ἀχ. 192, Λυσ. 616˙ καλοκαγαθίας Ξεν. Συμπ. 2. 4˙ - τὸ ἐξ οὗ προέρχεται ἡ ὀσμὴ ἐκφέρεται ὡσαύτως κατὰ γεν., ὄζων κακὸν τῶν μασχαλῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 852˙ τοῦ στόματος Φερεκρ. ἐν «Κυριαννοῖ» 1˙ καὶ οὕτω μετὰ διπλῆς γενικῆς, τῆς κεφαλῆς ὄζω μύρου Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 524˙ ἴδε κατωτ. ΙΙ. ΙΙ. συχνάκις ἀπροσ., ὄζει ἀπ’ αὐτῆς ὡσεὶ ἴων, ἔρχεται ὀσμὴ ἐξ αὐτῆς ὡς ὀσμὴ ἴων, Ἡρόδ. 3. 23˙ ὄζει ἠδὺ τῆς χρόας. ἐξέρχεται εὐωδία ἐκ τοῦ δέρματός του, Ἀριστοφ. Πλ. 1020, ἔνθα ἴδε Πόρσ. (1021)˙ τῆς γῆς ὡς γλυκὺ ὄζει Κρατῖνος ὁ Νεώτ., ἐν «Γίγασι» 1˙ ὄζειν ἐδόκει τοῦ ἄρτου καὶ τῆς μάζης κάκιστον, ἐφαίνετο ὅτι ἐξήρχετο κακίστη ὀσμὴ ἐκ τοῦ ἄρτου καὶ τῆς μάζης ..., Λυσίας 103. 20˙ οὐκ ὄζει αὐτῶν (ἐξυπ. τῶν λαγῶν) δὲν μένει ὀσμή τις ἐκ τῶν λαγῶν, Ξεν. Κυν. 5,1, πρβλ. 7˙ - οὕτω μετὰ διπλ. γεν., ἐσβάλλετε δ’ ἐς τὰς κιβωτοὺς μετὰ τῶν μήλων˙ κἂν ταῦτα ποιῆθ’, ὑμῖν δι’ ἔτους τῶν ἱματίων ὀζήσει δεξιότητος, ἐπὶ ἓν ἔτος θὰ ἐκπέμπηται ὀσμὴ δεξιότητος ἐκ τῶν ἐνδυμάτων ὑμῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 1059, πρβλ. Εἰρ. 529, καὶ Ἑρμηνευτ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ οὕτω καὶ ἀπὸ στόματος ... ὄζει ἴων, ὄζει δὲ ῥόδων, ὄζει δ’ ὑακίνθου, Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 2. 7˙ ὄζει ἐκ τοῦ στόματος μελικήρας Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 7˙ πρβλ. ἀπόζω. ΙΙΙ. Ὁ Ἱππ. μεταχειρίζεται μέσ. τύπον, ὀζόμενος ἀντὶ ὄζων, 413. 14˙ οὕτως, ὀσδόμενος, Ξενοφάν. 1˙ 6 Bgk.
French (Bailly abrégé)
impf. ὦζον, f. ὀζήσω, ao. ὤζησα, pf.2 au sens du prés. ὄδωδα, pqp. ὀδώδειν et ὠδώδειν;
I. exhaler une odeur : τόδ’ ὄζει θυμάτων ESCHL cela exhale l’odeur des sacrifices ; ὀδμὴ δ’ ἡδεῖα ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει OD une odeur agréable s’exhalait du cratère ; ὄζειν ἡδὺ τῆς χρόας AR exhaler une odeur agréable de la peau ; fig. ὄζειν τόκου βαρὺ καὶ δυσχερές PLUT avoir une odeur lourde et désagréable d’usure ; Κρονίων AR sentir son vieux temps;
II. • impers. ὄζει, il s’exhale une odeur, avec le gén. : οὐκ ὄζει αὐτῶν (s.e. τῶν ἰχνῶν) XÉN il ne s’exhale de leur piste aucune odeur.
Étymologie: R. Ὀδ, avoir une odeur ; cf. lat. odor.
English (Autenrieth)
(root ὀδ), plup. ὀδώδει: be fragrant or redolent; ὀδμὴ ὀδώδει, ‘was exhaled,’ Od. 5.60 and Od. 9.210.
English (Strong)
a primary verb (in a strengthened form); to scent (usually an ill "odor"): stink.
English (Thayer)
(from root ὀδ, cf. Latin and English odor etc.; Curtius, § 288); from Homer down; to give out an odor (either good or bad), to smell, emit a smell: of a decaying corpse, Exodus 8:14.