χωριάτικος

Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν χωριάτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωριάτη ή στο χωριό («χωριάτικο σπίτι»)
2. αυτός που προέρχεται από το χωριό («χωριάτικα έθιμα»)
3. εκείνος που παράγεται ή κατασκευάζεται στο χωριό ή είναι παρόμοιος με αυτόν («χωριάτικο ψωμί»)
4. μτφ. βάναυσος, άξεστος, ανάγωγος («χωριάτικη συμπεριφορά»).
επίρρ...
χωριάτικα Ν
με χωριατιά, με απρέπεια, με αγένεια.