ἀθεΐα, η (Α) ἄθεοςάρνηση υπάρξεως θεού, έλλειψη πίστης, αθεϊσμόςαρχ.παραμέληση τών θεών της πολιτείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄθεος.ΠΑΡ. αθεΐζω].