αγκίστρωμα
Greek Monolingual
το αγκιστρώνω
1. σύλληψη, πιάσιμο ψαριού στο αγκίστρι
2. τοποθέτηση δολώματος σε αγκίστρι
3. ανάρτηση από άγκιστρο, γάντζωμα.
το αγκιστρώνω
1. σύλληψη, πιάσιμο ψαριού στο αγκίστρι
2. τοποθέτηση δολώματος σε αγκίστρι
3. ανάρτηση από άγκιστρο, γάντζωμα.