ἀκατάσκευος

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A lacking equipment, πλοῖα PEdgar8.4 (iii B. C.); of savage tribes, Theagen.17.    II in Lit. Crit., without artifice or elaboration, Phld.Rh.1.8S., D.H.Th.27, Philostr.V A6.11; epith. of orator, Plu. 2.835b. Adv. -ως Plb.6.4.7.    III uncivilized, βίος D.S.5.39.    IV disordered, v. l. for ἀπαρασκ., Aeschin.3.163.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάσκευος: -ον, = ἄνευ προετοιμασίας, ἄτεχνος, διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 77. 3, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 27, Φιλοστρ. 249. - Ἐπίρρ. -ως, Πολύβ. 6.4, 7. ΙΙ. ἁπλοῦς, ἀρχαϊκός, ἀρχέγονος, βίος, Διόδ. 5. 39.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans préparation, sans art.
Étymologie: ἀ, κατασκευή.

Spanish (DGE)

-ον
I 1sin aparejo, sin equipo πλοῖα PCair.Zen.53.4 (III a.C.).
2 de pueblos primitivos de técnica primitiva Theogenes 1, ἀρχαῖος καὶ ἀ. βίος D.S.5.39.
II 1no sustentado o apoyado en pruebas ψιλὴν καὶ ἀκατάσκευον βλασφημίαν προβάλλεται Gr.Nyss.Trin.12.16.
2 sencillo de la fe, Gr.Nyss.Hom.Opif.266.1
neutr. como subst. sencillez, simplicidad τὸ ἁπλοῦν καὶ ἀκατάσκευον τῶν πνευματικῶν λόγων Basil.M.29.73B.
3 ret. sin artificio, sencillo, sin elaborar o sin reelaborar νοῦς Demetr.Lac.Po.1.8.2, τέχνη Philostr.VA 6.11, de Andócides ἁπλοῦς καὶ ἀ. ἐν τοῖς λόγοις Plu.2.835b
subst. τὸ ἀ. falta de elaboración del estilo, D.H.Th.27.3, en la argumentación, Phld.Rh.1.15Aur.
III confuso, sin ordenar ἀκατασκεύων αὐτῷ τῶν ἰδίων ὄντων Aeschin.3.163
informe, caótico de la tierra, Cyr.Al.M.70.977C.
IV adv. espontáneamente, de modo natural ἀ. καὶ φυσικῶς συνίσταται μοναρχία Plb.6.4.7, cf. 10.11.1
sencillamente ὁ Παῦλος ... ἁπλῶς καὶ ἀ. ... προτίθησιν ... τὸ τοῦ νόμου παράγγελμα Gr.Nyss.Hom. in Cant.226.4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάσκευος, -ον) κατασκευή
ανεπιτήδευτος, απέριττος, απλός
μσν.
άμορφος, αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, βλ. ακατασκεύαστος
αρχ.
1. απλός, αστόλιστος, γυμνός
«τὴν ἁπλήν τε καὶ ἀκατάσκευον... τῆς θείας γραφῆς διάνοιαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ. 45.1185d)
«ἡ ἑκάστου ψυχή... λιτή τις καὶ ἀκατάσκευος ἐπιχωριάζει τοῑς κάτω» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 46.1004c)
2. σαθρός, αστήριχτος (για επιχείρημα που δεν θεμελιώνεται με αποδείξεις)
«ψιλὴν καὶ ἀκατάσκευον τὴν βλασφημίαν προβάλλεται, οὐδενί λογισμῷ κατασκευάζων τὴν ἀτοπίαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 32.693c)
3. εκείνος που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (αποδίδεται σε πλοία)
4. πρωτόγονος, απολίτιστος
«ἀκατάσκευος βίος» (Διόδ. 5.39)
5. ακατάστατος, χωρίς τάξη (Αισχίν. 3.163).