Αφροδίτη

Greek Monolingual

η (AM Ἀφροδίτη)
1. η θεά της ομορφιάς και του έρωτα, κόρη του Δία και της Διώνης
2. ο πλανήτης Αφροδίτη
αρχ.
1. η ερωτική απόλαυση
2. ομορφιά, χάρη
3. οποιαδήποτε έντονη επιθυμία.