Σειληνός
English (LSJ)
v. Σιληνός.
German (Pape)
[Seite 868] ὁ, der Silen, s. nom. pr.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 Silène, père nourricier de Bacchus;
2 silène, figure de silène.
Étymologie: v. Σῑληνός.
Russian (Dvoretsky)
Σειληνός: ион. Σῑληνός ὁ
1 Силен (сын Гермеса или Пана, воспитатель и постоянный спутник Вакха, старший из сатиров, изображаемый толстым, веселым, вечно пьяным стариком) Pind., Her., Eur.: οἱ Σειληνοί HH силены (сельские божества, близкие к сатирам);
2 статуэтка Силена (служившая футляром для драгоценных скульптурных изображений) Plat.
Greek (Liddell-Scott)
Σειληνός: ὁ, ἀχώριστος σύντροφος τοῦ Βάκχου, ἀκοίτας Σειληνὸς Πινδ. Ἀποσπ. 57, Ἡρόδ. 7. 26., 8. 138, κτλ. ἴδε Voss. εἰς Οὐεργιλ. Ἐκλ. 6. 14, 18, Müller Archäol. d. Kunst §386· παρίσταται δὲ ὡς πατὴρ τῶν Σατύρων, Εὐρ. Κύκλ. 13, 82, 269· καὶ οἱ παλαιότεροι Σάτυροι ἐκαλοῦντο Σειληνοί, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 263, πρβλ. Διόδ. 3. 72, κτλ.· αὐτὸς ὅμως διέκρινετο μεταξὺ ἐκείνων διὰ τὴν προφητικὴν αὐτοῦ δύναμιν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 18, Οὐεργιλ. Ἐκλ. 6. 31. Ὁ τύπος Σιληνὸς εἶναι μεταγενέστερος καὶ ἀδόκιμος, πρβλ. Ἰακώψιον εἰς Ἀνθ. Π. σ. 34· Ἴδε Σάτυρος Ι. 1. 2) ὁμοίωμα τοῦ Σειληνοῦ χρησιμεῦον ὡς θήκη πολυτίμων ἀγαλματίων, Πλάτ. Συμπ. 215Α, Β.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
βλ. Σιληνός.
Greek Monotonic
Σειληνός: ὁ, Σειληνός, πιστός σύντροφος του Διονύσου, σε Ηρόδ.· θεωρείται πατέρας των Σατύρων, και επιπλέον διαθέτει προφητικές ιδιότητες.
Middle Liddell
Σειληνός, οῦ, ὁ,
Silenus, companion of Bacchus, Hdt.; father of the Satyrs, Eur.