άγναμπτος

Greek Monolingual

ἄγναμπτος και ἄκναμπτος, -ον (Α)
άκαμπτος, αλύγιστος, ανένδοτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + γναμπτός ή κναμπτός τών ρημάτων γνάμπτω ή κνάμπτω.