άζωνος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄζωνος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν φορά ζώνη, ο άζωστος
αρχ.-μσν.
ο μη περιορισμένος από ζώνες ή χώρες, ο μη επιχώριος (ιδιαίτερα για θεούς, τών οποίων η λατρεία ήταν διαδεδομένη παντού και όχι μόνο σε ορισμένη περιοχή).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ζώνη.
ΠΑΡ. αζωνικός].