άκοσμος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκοσμος, -ον)
απρεπής, ανάρμοστος
αρχ.
1. άτακτος, ακατάστατος
2. αστόλιστος
3. άσημος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κόσμος.
ΠΑΡ. ακοσμία
αρχ.
ἀκοσμήεις, ἀκοσμῶ].