ἀκοσμήεις
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
ἀκοσμήεσσα, ἀκοσμήεν, = ἄκοσμος, Nic.Al. 175.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν turbulento θάλασσα Nic.Al.175.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοσμήεις: εσσα, εν, = ἄκοσμος, Νικ. Ἀλεξιφ. 175.
Greek Monolingual
ἀκοσμήεις, -ήεσσα, -ῆεν (Α) ἄκοσμος
άκοσμος, ταραχώδης.
German (Pape)
nur ἀκοσμήεσσα θάλασσα, Nic. Al. 175, wild.