άλλαγμα

Greek Monolingual

το (Ν και άλλαμα) (Α ἄλλαγμα) ἀλλάσσω
η αλλαγή, η μετατροπή
νεοελλ.
1. (για τον καιρό ή τη σελήνη) μεταβολή, τροπή
2. (για νομίσματα) αντικατάσταση ενός με άλλα μικρότερα αλλά στο σύνολό τους ίσης αξίας
3. (για τα νερά ποταμού) αλλαγή κοίτης
4. αλλαγή, αντικατάσταση
5. αντικατάσταση ενδυμάτων με άλλα καθαρά, καινούργια ή πολυτελέστερα
6. σύγχυση φρενών
αρχ.
1. αυτό που ανταλλάσσεται, που δίνεται ή παίρνεται κατά την ανταλλαγή
2. ανταμοιβή, τίμημα, αντίτιμο.