ἄλλαγμα

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλλαγμα Medium diacritics: ἄλλαγμα Low diacritics: άλλαγμα Capitals: ΑΛΛΑΓΜΑ
Transliteration A: állagma Transliteration B: allagma Transliteration C: allagma Beta Code: a)/llagma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is given or that which is taken in exchange, καινῆς διαίτης Hp.VM3.
2 reward, price of a thing, AP12.132 (Mel.), LXX De.23.18(19).
3 change, vicissitude, LXX Si. 2.4.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1lo que se da a cambio, cambio pred. ὅτι (ἱητρική) γε εὕρηται ... ἄλλαγμα ἐκείνης τῆς διαίτης que (la medicina) se ha inventado en lugar de aquella dieta (que produce enfermedad, etc.), Hp.VM 3, ἐν ἀλλάγμασιν ταπεινώσεως LXX Si.2.4.
2 compensación, pago, ganancia γνῶθι καλῶν ἄλλαγμα τροφείων mira la compensación a (tus) cuidados, AP 12.132 (Mel.), ἀπέδου τὸν λαόν σου ἄνευ τιμῆς, καὶ οὐκ ἦν πλῆθος ἐν τοῖς ἀλλάγμασιν αὐτῶν entregaste a tu pueblo de balde y ni siquiera obtuviste muchas ganancias por ellos LXX Ps.43.13, cf. LXX Psalm.Salom.17.6, οὐ προσοίσεις ... ἄλλαγμα κυνὸς εἰς τὸν οἶκον κυρίου no pagarás la ganancia del perro (del hieródulo dedicado a la prostitución sagrada) a la casa del Señor LXX De.23.19.
3 dinero ξύλα ἡμῶν ἐν ἀλλάγματι ἦλθεν nuestra leña vino por dinero LXX La.5.4, λαμβάνοντες ἀλλάγματα aceptando dinero (de soborno), LXX Am.5.12.
4 prob. agio ἄ. χαλκῶν PCair.Zen.753.26 (III a.C.).
II objeto de cambio ἔσται αὐτὸ καὶ τὸ ἄλλαγμα ἄγια tanto él (el animal ofrendado) como el sustituto serán sagrados LXX Le.27.10
objeto de rescate ἐποίησά σου ἄλλαγμα Αἴγυπτον καὶ Αἰθιοπίαν yo te cambié (al pueblo de Israel) por Egipto y Etiopía LXX Is.43.3, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 102] τό, das Eingetauschte, Preis für etwas, τροφείων Mel. 58 (XII, 132); Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 changement;
2 échange, denrée échangée;
3 prix d'un achat.
Étymologie: ἀλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἄλλαγμα: ατος τό даваемое в обмен, вознаграждение (τινος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄλλαγμα: -ατος, τό, τὸ δι’ ἀνταλλαγῆς διδόμενον ἢ λαμβανόμενον· καινῆς διαίτης, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9.
2) ἡ τιμὴ πράγματος, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 132, Ἑβδ. (Δευτ. κγ΄, 18).

Greek Monolingual

το (Ν και άλλαμα) (Α ἄλλαγμα) ἀλλάσσω
η αλλαγή, η μετατροπή
νεοελλ.
1. (για τον καιρό ή τη σελήνη) μεταβολή, τροπή
2. (για νομίσματα) αντικατάσταση ενός με άλλα μικρότερα αλλά στο σύνολό τους ίσης αξίας
3. (για τα νερά ποταμού) αλλαγή κοίτης
4. αλλαγή, αντικατάσταση
5. αντικατάσταση ενδυμάτων με άλλα καθαρά, καινούργια ή πολυτελέστερα
6. σύγχυση φρενών
αρχ.
1. αυτό που ανταλλάσσεται, που δίνεται ή παίρνεται κατά την ανταλλαγή
2. ανταμοιβή, τίμημα, αντίτιμο.

Greek Monotonic

ἄλλαγμα: -ατος, τό (ἀλλάσσω), αυτό το οποίο δίνεται ή παίρνεται στις εμπορικές συναλλαγές, η τιμή ενός πράγματος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀλλάσσω
that which is given or taken in exchange: the price of a thing, Anth.