άσκηση

Greek Monolingual

η (AM ἄσκησις [-εως]) ασκώ
1. η εξάσκηση, η εκγύμναση του σώματος ή του πνεύματος με τη συνεχή επανάληψη
2. η συνεχής απασχόληση με κάτιάσκηση του ιατρικού επαγγέλματος», «Κυνικὴ ἄσκησις»)
3. η ασκητική ζωή
νεοελλ.
1. η πρακτική εφαρμογή θεμάτων που έχουν διδαχθεί («μαθηματικές, γραμματικές ασκήσεις»)
2. η χρησιμοποίησηάσκηση ψυχολογικής βίας»)
3. «στρατιωτική άσκηση» — προετοιμασία των στρατιωτών για την εκτέλεση των καθηκόντων τους με «ασκήσεις πυκνής τάξης» (για παρελάσεις και τελετές) και «ασκήσεις μάχης» (εκπαίδευση στρατιωτικών μονάδων στους πιο ελεύθερους και ανεπτυγμένους σχηματισμούς και κινήσεις της μάχης).