έκλαμπρος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκλαμπρος, -ον)
1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός
2. (υπερθ. -ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος
ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι
μσν.
1. ένδοξος, ξακουστός
2. εγκάρδιος, θερμός
3. θαυμαστός, εξαιρετικός
4. ζωηρός
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «ἔκλαμπρον γελᾱν» — γελάει με φωτεινό χαμόγελο.